Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 28/09/2010
Great Debate: Μεγάλη Συζήτηση ή “Κουβέντα να Γίνεται”;
Ο όρος “Great Debate” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1981 σε μια δημοσίευση των Stanley Lipshitz και John Vanderkooy στο JAES (“Τhe Great Debate: Subjective Evaluation” [3]) όπου οι συγγραφείς επιχείρησαν να φτιάξουν ένα πλαίσιο για τις κριτικές ακροάσεις θέτοντας μια σειρά από απαιτήσεις στις οποίες περιλαμβάνονταν η τεχνική αρτιότητα της διαδικασίας με σκοπό να αποφευχθούν σοβαρά λάθη, η ισοστάθμιση της απόκρισης συχνότητας σε συστήματα ελάχιστης φάσης ώστε να αναδεικνύονται οι μη γραμμικές παραμορφώσεις, η απλότητα στην διατύπωση του ερωτήματος της δοκιμής (οι ακροατές καλούνται να αποδείξουν το αν μπορούν ή όχι να ξεχωρίσουν δύο συσκευές, επεξεργασίες ή τεχνολογίες) και, τέλος, η ανάγκη να είναι η διαδικασία τυφλή ή διπλά τυφλή (κάτι που θα εξηγηθεί αργότερα). Όλα αυτά ίσως θα περνούσαν απαρατήρητα από την “άλλη” πλευρά, αλλά όσοι τυχαίνει να γνωρίζουν τους συγκεκριμένους ανθρώπους και ιδιαιτέρως τον Lipshitz (έστω και από μακρυά...) γνωρίζουν ότι θα έκαναν το παραπάνω βήμα: Πράγματι, το κείμενο μεταφέρει το “βάρος της απόδειξης” (burden of proof) σε όσους προτείνουν νέες υποθέσεις γύρω από την κριτική ακρόαση, με άλλα λόγια αν κάποιος έχει αντίρρηση για τη διαδικασία (η οποία, πάντως, χρησιμοποιήται σε πολλές και σοβαρές εφαρμογές έξω από το audio, μεταξύ των οποίων και η ασφάλεια των φαρμακευτικών σκευασμάτων) θα πρέπει να αποδείξει με επιχειρήματα ότι έχει δίκιο και όχι το αντίστροφο. Ο κύβος είχε ριφθεί και η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα... Πάνω σε ποια επιχειρήματα βάσισαν οι συγγραφείς του “Great Debate”τις προτάσεις τους;
Η απάντηση, είναι -ξερά- όχι. Ως ακουστικό όργανο, το αυτί είναι πράγματι πολύ ευαίσθητο (μπορεί να ξεχωρίσει διαφορές στάθμες μέχρι 0.2dB), έχει μεγάλη δυναμική περιοχή και εύρος συχνοτήτων, αλλά η ακοή, ως αίσθηση, δεν βασίζεται μόνο στο αυτί, καθώς η έρευνα δείχνει ότι πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και ο εγκέφαλος. Η διαδικασία της ακοής χρησιμοποιεί το ακουστικό ερέθισμα (από το αυτί) και το συνδυάζει με την μνήμη έτσι ώστε να δημιουργήσει, τελικώς, μια ηχητική εντύπωση που ο εγκέφαλος κρίνει κατάλληλη για την περίσταση [4] και τα κριτήρια καταλληλότητας είναι, φυσικά, κριτήρια επιβίωσης και όχι ηχητικής ακρίβειας. Με άλλα λόγια, δοθέντων κάποιων συνθηκών η ακοή μπορεί πολύ εύκολα να κάνει λάθος, κάτι που αποδεικνύεται από διάφορα πειράματα ψυχοακουστικής που καταλήγουν σε ακουστικές ψευδαισθήσεις (auditory illusions) όπως το Scale Illusion της Diana Deutsch [5] όπου ο εγκέφαλος συναρμολογεί μια σειρά από εναλλασσόμενες νότες σε μια κοινή μελωδία και το Shepherds Ascending Tones του Jean-Claude Risset όπου δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας ανοδικής πορείας στην κλίμακα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει. Η εξάρτηση της τελικής ακουστικής εντύπωσης από τον εγκέφαλο και όχι από το ίδιο το ακουστικό όργανο, αφήνει περιθώρια για πολλά και σοβαρά σφάλματα, ιδιαίτερα αν κατά την διάρκεια της ακρόασης υπάρχουν και άλλα σχετικά ερεθίσματα. Το σύνολο των ερεθισμάτων που επιδρούν στον ακροατή ενώ δεν θα έπρεπε το ονομάζουμε πόλωση (bias).
Το 1994, στο συνέδριο του AES στο Σαν Φρανσίσκο, δύο μεγάλα ονόματα του χώρου (Floyd Toole και Sean Olive) [6] παρουσίασαν τα αποτελέσματα μιας εκτεταμένης σειράς κριτικών ακροάσεων με πολλούς ακροατές, διαφορετικά ηχεία και δύο χώρους σε μια προσπάθεια να καθορίσουν τους παράγοντες που επιδρούν στην διαδικασία. Τα αποτελέσματα ήταν άκρως αποκαλυπτικά. Οι ερευνητές εμφάνισαν στοιχεία που έδειξαν εξάρτηση του αποτελέσματος από μια σειρά παραγόντων όπως η θέση του ακροατή, η εμπειρία του, το είδος της μουσικής και ακόμη την θέση του ηχείου σε σχέση με τα υπόλοιπα ενώ έδειξαν επίσης σημαντικές διαφορές στα αποτελέσματα μεταξύ ανοικτών και τυφλών δοκιμών με τους ακροατές να δείχνουν ότι η εμφάνιση του ηχείου τους επηρέασε σημαντικά ως προς την τελική αξιολόγηση. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον το γεγονός ότι μια σειρά από άλλους παράγοντες, που δεν σχετίζονται με την αισθητική, το μέγεθος ή τα “ονόματα” που συμμετέχουν σε μια δοκιμή, δηλαδή με την οπτική εντύπωση του ακροατή, φαίνεται ότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τον Thomas Nousaine [7] η γνώση από την πλευρά των ακροατών ότι θα ακούσουν δύο διαφορετικές συσκευές (ή τεχνολογίες) επιδρά στην κρίση τους με αποτέλεσμα να βρίσκουν διαφορές ακόμη και όταν δεν υπάρχει διαφοροποίηση (null test), η διαφορά στάθμης μεταφράζεται ως ακουστική υπεροχή της εκδοχής που ακούγεται ως ισχυρότερη και, τέλος, η σειρά παρουσίασης επιδρά υπέρ της δεύτερης (εναλλακτικής) εκδοχής την οποία ο ακροατής έχει την τάση να θεωρεί καλύτερη! Όλα τα παραπάνω, αποτελούν ισχυρά επιχειρήματα όχι απλώς υπέρ μιας τυφλής δοκιμής (όπου οι ακροατές δεν γνωρίζουν τι αξιολογούν) αλλά υπέρ μιας διπλά τυφλής δοκιμής, όπου ούτε οι ακροατές ούτε αυτός που την πραγματοποιεί γνωρίζει το αντικείμενο, ώστε να μην είναι δυνατή η διαρροή οποιουδήποτε στοιχείου.
Απέναντι σε όλα αυτά, το βασικό επιχείρημα των οπαδών της “ανοικτής” ακρόασης, όσων δηλαδή πιστεύουν σε μια διαδικασία που δεν αποκρύπτει την ταυτότητα των υπό κρίση συσκευών/τεχνολογιών και προσομοιάζει την απλή καθημερινή χρήση (αλλά με ελεγχόμενες κάποιες παραμέτρους, τεχνικής φύσης κι εδώ) είναι ότι το τυφλό τεστ απέχει πολύ από την συνήθη διαδικασία ακρόασης, έχει χρονικούς περιορισμούς και πιέζει πολύ τον ακροατή με αποτέλεσμα αυτός να χάνει την δυνατότητά του να αντιλαμβάνεται διαφορές. Όσο και αν αισθάνεται κανείς αλληλέγγυος με όσους υποστηρίζουν τις ανοικτές ακροάσεις δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει μια σχετική ένδεια επιχειρημάτων. Το 1991, κι ενώ το “Great Debate” είχε ανάψει για τα καλά, ο Robert Harley του Stereophile παρουσίασε στο συνέδριο του AES στη Νέα Υόρκη ένα κείμενο για την κριτική ακρόαση (που τότε απλώς σήμαινε “ανοικτή” ακρόαση) [8] όπου απέρριπτε τις τυφλές δοκιμές με πολύ μέτρια επιχειρήματα η σύνοψη των οποίων ήταν, όπως το εξέλαβε ο υποφαινόμενος τουλάχιστον, ότι οι συνθήκες της τυφλής δοκιμής είναι αντίξοες ώστε ο ακροατής να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Κατά σύμπτωση (;) στο ίδιο συνέδριο ο David Clark έκανε μια σύνοψη των δέκα ετών από τα πρώτα τεστ A/B/X [1] όπου ανέφερε με λεπτομέρειες το πείραμα Clark/Greenhill που είχε ακριβώς ως στόχο να καταδείξει το πρόβλημα “πίεσης” της τυφλής δοκιμής, αν υπήρχε. Το πείραμα έγινε το 1984 από το περιοδικό Audio και για λόγους που δεν εξηγούνται δεν δημοσιεύθηκε ποτέ: Δύο ομάδες ακροατών από αντίστοιχα κλαμπ (The Audiophile Society -TAS και το ήδη γνωστό μας SMWTMS) ανέλαβαν να εκτιμήσουν μια διάταξη η οποία επέβαλλε στο σήμα 2.5% παραμόρφωση. Κάθε ομάδα έκανε δύο δοκιμές μια τυφλή, όπου οι του TAS επέλεξαν απλή σύγκριση με αλλαγές καλωδίων γιατί δεν εμπιστεύθηκαν τον μεταγωγό A/B/X και οι του SMWTMS χρησιμοποίησαν την δοκιμή A/B/X, και μια “ανοικτή” δοκιμή όπου μοιράστηκαν τυχαία διατάξεις κάποιες από τις οποίες περιείχαν το κύκλωμα και κάποιες όχι, είχαν κατασκευαστεί με audiophile κριτήρια (βαριά βύσματα, “καλά” καλώδια, κλπ), οι ακροατές τα τοποθέτησαν στους βρόχους εγγραφής των συστημάτων τους και είχαν στην διάθεσή τους όσο χρόνο ήθελαν προκειμένου να αποφασίσουν αν το κουτί είχε επίδραση ή όχι. Τα αποτελέσματα της δοκιμής ήταν ενδιαφέροντα: Μόνο μια από τις τέσσερις συνολικά διαδικασίες είχε αποτέλεσμα, αυτή της δοκιμής A/B/X που πραγματοποίησε το SMWTMS. Ατυχώς για τον Harley και όσους υποστηρίζουν την θεωρία της ψυχολογικής πίεσης, καμία ομάδα δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει τις διατάξεις που εισήγαγαν παραμόρφωση “στο σπίτι”...