Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 28/09/2010

flag
english
abstract

Κριτική Ακρόαση: Μύθοι, Αλήθειες και Πράξη

Thumbnail

Αντί εισαγωγής – Ο Στόχος του κειμένου αυτού

Το μοναδικό σημείο στο οποίο όλοι δείχνουν να συμφωνούν, διαχρονικά, είναι στην αναγκαιότητα της ακρόασης ενός συστήματος ή μιας τεχνολογίας προκειμένου να διαμορφώσουμε γνώμη γύρω από την ποιότητα ή/και την αποτελεσματικότητά της. “Ακροάσεις” φαίνεται να κάνουν όλοι: Τα πανεπιστημιακά εργαστήρια, οι διεθνείς και εθνικοί οργανισμοί που σχετίζονται με τις τεχνολογίες του ήχου, κατασκευαστές συσκευών και λογισμικού, δημοσιογράφοι, ακόμη και απλοί τελικοί καταναλωτές. Στο σημείο αυτό, όμως, σταματά η συναίνεση και αρχίζουν οι αντιθέσεις: Ακόμη και ο όρος “κριτική ακρόαση” δεν φαίνεται να αναφέρεται στο σύνολο των διαδικασιών αλλά μόνο σε ορισμένες από αυτές. Μια ματιά στην διεθνή βιβλιογραφία -η οποία είναι αρκετά πλούσια- αποδεικνύει ότι υπάρχουν δύο στρατόπεδα. Αυτό της “κριτικής” ακρόασης, όπου το αποτέλεσμα της διαδικασίας προκύπτει με βάση την εντύπωση που αποκομίζει ένας ή περισσότεροι ακροατές και αυτό της τυφλής δοκιμής (blind testing), όπου το αποτέλεσμα της διαδικασίας προκύπτει, επίσης, από την εντύπωση ενός ή περισσότερων ακροατών αλλά επιπροσθέτως έχουν ικανοποιηθεί και μια σειρά από τεχνικής/μαθηματικής φύσης κριτήρια. Οι έμπειροι περί το audio μπορούν, σίγουρα, να οριοθετήσουν τα δύο αυτά στρατόπεδα: Στο πρώτο ανήκει μια σημαντική μερίδα κατασκευαστών, μέσων, δημοσιογράφων και καταναλωτών, ενώ στο δεύτερο ανήκει η ακαδημαϊκή κοινότητα, οι οργανισμοί και ομάδες τεχνοκρατών γενικώς, χωρίς βέβαια να αποκλείονται διαρροές από τους μεν στους δε και αντίστροφα. Άποψη του υποφαινόμενου είναι ότι ο όρος Critical Listening (Κριτική Ακρόαση, χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά) αφορά και στα δύο στρατόπεδα και ότι οι όποιες διαφορές υπάρχουν (και είναι σημαντικές) αφορούν σε διαδικασίες.

Ιστορική Αναδρομή

Κριτικές ακροάσεις με την έννοια που δίνεται πιο πάνω στον όρο, γίνονται από την αρχή της ιστορίας του audio. Ήδη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η ανάπτυξη των διάφορων τεχνολογιών πέρασε μέσα από την απόδειξη στην πράξη των πλεονεκτημάτων τους. Το 1931 ο Snow χρησιμοποίησε μια ομάδα ακροατών για να αξιολογήσει την σημασία του εύρους συχνοτήτων των συστημάτων της εποχής, πείραμα που επανέλαβαν δέκα χρόνια αργότερα οι Chinn και Eisenberg για να καταλήξουν στο ιδιόμορφο συμπέρασμα ότι οι ακροατές προτιμούν τελικώς το περιορισμένο εύρος, κάτι που εξηγήθηκε αργότερα (Olson) με κάτι που σήμερα γνωρίζουμε καλά: Ο μέσος ακροατής προτιμά αυτό που γνωρίζει καλύτερα! Το 1947 o LeBel έγραψε το πρώτο κείμενο που προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη την διαδικασία της κριτικής ακρόασης ασχολούμενος με αντικειμενικούς παράγοντες που επηρεάζουν το αποτέλεσμα όπως είναι ο χώρος, οι εξωτερικοί θόρυβοι και η κόπωση των ακροατών. Ουσιαστική ώθηση στο θέμα της κριτικής ακρόασης έδωσε, όπως είναι φυσικό, η ανάπτυξη της αγοράς ηχογραφημένης μουσικής και της αντίστοιχης βιομηχανίας. Από το 1970 και μετά οι επιστημονικές δημοσιεύσεις γίνονται περισσότερες και ο χώρος αποκτά δύο ακόμη “παίκτες” τις ενώσεις καταναλωτών και τα ειδικά περιοδικά ήχου. Ωστόσο, αυτό που άλλαξε τα πράγματα στον χώρο της κριτικής ακρόασης ήταν η ίδια η υψηλή πιστότητα: Οι διαφορές που καλούνται, εδώ και δεκαετίες, να κρίνουν οι ακροατές είναι πολύ μικρές, σε αντίθεση με τα πειράματα των Snow και Chinn/Eisenberg και ήταν θέμα χρόνου να αμφισβητηθεί η δυνατότητά τους να διακρίνουν -έστω- τις διαφορές αυτές πριν αποφασίσουν για την επίδρασή τους στην τελική ποιότητα. Το ίδιο γεγονός έφερε στην επιφάνεια και μια σειρά από παράγοντες που όταν υπάρχουν μεγάλες διαφορές δεν φαίνεται να παίζουν ρόλο: Το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος χρησιμοποιεί όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες (και από άλλα αισθητήρια) για να πάρει αποφάσεις δεν μας βολεύει καθόλου στην συγκεκριμένη περίπτωση επειδή η αλλοίωση μιας εκτίμησης/απόφασης με βάση άλλα κριτήρια συνιστά σοβαρό πρόβλημα. Ο όρος “πόλωση” (bias) μπήκε στην ζωή των ακροατών για τα καλά. Λίγο μετά το 1970 ξεκίνησε η συζήτηση για την ανάγκη τυφλών δοκιμών στο audio, δηλαδή δοκιμών στις οποίες θα εξασφαλίζεται ότι οι κρίνοντες δεν θα γνωρίζουν τίποτε για τα αντικείμενα της κρίσης τους και θα περιορίζονται στην ακουστική εντύπωση. [1] Ένα κλαμπ audiophiles με την ονομασία “Southeastern Michigan Woofer and Tweeter Marching Society" (SMWTMS) παρουσίασε τον πρώτο επιλογέα που επέτρεπε δοκιμές A/B/X -θεωρούνται οι εφευρέτες της μεθόδου- και λίγο αργότερα άρχισαν τα... προβλήματα: Ο Daniel Shanefield, μηχανικός της Bell και μέλος της Boston Audio Society ισχυρίστηκε σε άρθρο του στο περιοδικό High Fidelity (εφαρμόζοντας μεθόδους τυφλής δοκιμής) ότι δύο εντελώς διαφορετικοί ενισχυτές αποδείχθηκε ότι δεν διαφέρουν ως προς τον ήχο, ενώ το 1982 ένα σημαντικό άρθρο του Floyd Toole στο JAES [2] έφερε στην επιφάνεια αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως “Great Debate”, δηλαδή την (χαοτική) διαφορά απόψεων μεταξύ όσων θεωρούν τις συνθήκες τυφλής δοκιμής ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αξιοπιστία της κριτικής ακρόασης και όσων διαφωνούν με την ιδέα αυτή.

Σε τι αποσκοπεί το κείμενο αυτό...

Στο σημείο αυτό, ο υποφαινόμενος κρίνει σημαντικό να εξηγήσει την σκοπιμότητα του κειμένου που ακολουθεί και -κατ' επέκτασιν- την χρησιμότητά του: Η μελέτη της βιβλιογραφίας (και των δύο πλευρών) αναδεικνύει ένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει την στιγμή αυτή μια αποδεκτή διαδικασία κριτικής ακρόασης εκτός και αν κάποιος ανήκει σε ένα από τα δύο στρατόπεδα. Το κείμενο αυτό δεν αποσκοπεί στο να προτείνει ένα στρατόπεδο από τα δύο, αλλά -περισσότερο- να αναδείξει τα βασικά προβλήματα πίσω από την κριτική ακρόαση γενικώς, να φέρει στην επιφάνεια της τεχνικές πλευρές της τυφλής δοκιμής και να θέσει την βάση για προβληματισμό σε προσωπικό επίπεδο. Ο αναγνώστης, χωρίς αμφιβολία θα κάνει (ή έχει ήδη κάνει) τις επιλογές του ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιεί τις δημοσιευμένες στον παγκόσμιο τύπο κριτικές ή τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιεί ο ίδιος κριτικές ακροάσεις. Καλό θα είναι οι επιλογές να γίνονται με βάση τη γνώση γύρω από τις διαδικασίες και μάλιστα τη γνώση γύρω από τα προβλήματα των διαδικασιών.