Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 10/02/2015
ΠΡΟΕΝΙΣΧΥΤΗΣ/ΤΕΛΙΚΟΣ ΕΝΙΣΧΥΤΗΣ
Το ζευγάρι του προενισχυτή/τελικού της FIM αντικατέστησε αντιστοίχως τον προενισχυτή και τον τελικό ενισχυτή αναφοράς (Melos Plus Series Line και Parasound HCA3500) και κλήθηκε να οδηγήσει τα γνωστά SCM-50PSL της ATC. Στον ρόλο της πηγής ήταν το σύστημα P70/D70 της Teac Esoteric ενώ ως αναλογική πηγή χρησιμοποιήθηκε το Linn Sondel LP12 (με βραχίονα Linn Ittok και κεφαλή Linn Karma, ο προενισχυτής phono αναφοράς είναι ένας RHQ-10 “Michi” της Rotel). Το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας αξιολόγησης αφορούσε σε ακροάσεις του ζεύγους συνολικά, αν και μέρος των εντυπώσεων που καταγράφονται αφορά την χρήση κάθε συσκευής ξεχωριστά.
Αν και συνήθως, όταν το αντικείμενο της δοκιμής περιλαμβάνει ενισχυτή (ή τελικό ενισχυτή), η πρώτη παράμετρος που προσελκύει την προσοχή είναι η ικανότητά του να οδηγεί επιτυχώς το ηχείο αναφοράς και να καλύπτει τον χώρο από πλευράς στάθμης, εν τούτοις, στην περίπτωση των δύο FIM, δύο άλλες παράμετροι είναι που έρχονται αμέσως στην επιφάνεια.
Η πρώτη από αυτές είναι η πολύ σαφής, διαυγής και σταθερή σε ό,τι αφορά τον εστιασμό των ηχητικών πηγών στερεοφωνική εικόνα. Με τους ενισχυτές της FIM το σύστημα αναφοράς ανέβηκε, τουλάχιστον κατά ένα σκαλοπάτι, ως προς την δυνατότητά του να μεταφέρει τις εξαιρετικές δυνατότητες της ψηφιακής πηγής στον τομέα αυτό, περνώντας άνετα μικρολεπτομέρειες που υπάρχουν στη μίξη, περιγράφοντας πολύ σωστά τον αέρα μεταξύ των μεμονωμένων οργάνων και δημιουργώντας συνολικά μια πολύ ρεαλιστική αίσθηση, τόσο σε αναπαραγωγή μικρών οργανικών συνόλων, όσο και μεγάλης ορχήστρας, όπου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η σαφής περιγραφή των ομάδων και της κίνησης και η άνετη παράθεση λεπτομερειών της ακουστικής του χώρου όπου έχει γίνει η ηχογράφηση. Ακούγοντας για μικρό χρονικό διάστημα μόνο τον προενισχυτή (με τελικό τον HCA3500) φάνηκε ότι το χαρακτηριστικό αυτό είναι δικό του και ότι στο κομμάτι αυτό ξεπερνά αισθητά τον προενισχυτή αναφοράς. Ήταν, επίσης μια καλή ευκαιρία να έλθει στην επιφάνεια και η δεύτερη σημαντική παράμετρος που -κατά πάσα πιθανότητα- καθορίζει τον ήχο του συστήματος της FIM. Αυτή είναι το πολύ χαμηλό επίπεδο θορύβου του προενισχυτή καταρχήν (σε σύγκριση με τον -λαμπάτο θυμίζω- προενισχυτή αναφοράς) αλλά και του ζεύγους συνολικά, με τον τελικό να είναι επίσης αθόρυβος. Το αποτέλεσμα των δύο αυτών χαρακτηριστικών, δηλαδή της πολύ καλής εικόνας και του χαμηλού θορύβου, δημιουργεί ένα θεμέλιο για τον πολύ ενδιαφέροντα ήχο των δύο συσκευών, ο οποίος είναι λεπτομερής και με πολύ καλές δυνατότητες περιγραφής των μικροδυναμικών. Το αποτέλεσμα είναι ξεκούραστο, ευχάριστο και ουδέτερο καθώς έχεις μονίμως την αίσθηση ότι δεν σου αποκρύπτεται τίποτε.
Ο τελικός ενισχυτής φάνηκε να έχει καλές δυνατότητες οδήγησης και αποδείχθηκε επαρκής για την δημιουργία ρεαλιστικής στάθμης σε έναν χώρο μεσαίων διαστάσεων, με την θέση ακρόασης να βρίσκεται σε απόσταση λίγο μικρότερη από τα τρία μέτρα από τα ηχεία. Η ισχύς του θέτει ασφαλώς κάποια όρια τα οποία δεν πρέπει να ξεπεραστούν, αλλά η συμπεριφορά του κοντά σε αυτά (και πέρα από αυτά κάποιες φορές) αποδείχθηκε ομαλή και πολιτισμένη, με την αίσθηση της δυναμικής συμπίεσης να έρχεται σταδιακά και να προειδοποιεί με ήπιο τρόπο. Ακόμη και με την χρήση ψηφιακής ισοστάθμισης (η οποία δημιουργεί κάποιες αυξημένες ανάγκες σε ισχύ στην περιοχή των χαμηλών συχνοτήτων) ο τελικός της FIM φάνηκε να τα πηγαίνει μια χαρά. Σε ρυθμό μιας κανονικής -ας την πούμε audiophile- ακρόασης δεν θα δείξει την παραμικρή αδυναμία και θα καλύψει πλήρως τις ανάγκες σε ισχύ.
Σε ό,τι αφορά την τονική ισορροπία, ο ζευγάρι της FIM αποδείχθηκε ουδέτερο και ακριβές. Στην περιοχή των πολύ χαμηλών και των χαμηλών συχνοτήτων εμφανίστηκε γρήγορο, με σεβαστό όγκο και έλεγχο, και φάνηκε ικανό να περιγράψει με επιτυχία τις λεπτομέρειες και τον παλμό των οργάνων της περιοχής χωρίς να κρύβει τίποτε και χωρίς να σπαταλά ενέργεια (στην περίπτωση του τελικού, κυριολεκτικώς) σε περιττές τάσεις για εμφατικό χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, αν το πρόγραμμα το καλεί, ακούγεται επιβλητικό γεμίζοντας άνετα τον χώρο. Η κλίμακα μεγέθους των οργάνων είναι η σωστή και ο ρυθμός αποδίδεται με τρόπο που δημιουργεί μια ευχάριστη αίσθηση ροής, ισορροπώντας ευχάριστα μεταξύ όγκου και ταχύτητας.
Η μεσαία περιοχή φαίνεται να είναι καλά θεμελιωμένη στις μεγάλες δυνατότητες των ενισχυτών όσον αφορά στην απόδοση λεπτομερειών. Δημιουργεί στον ακροατή το αίσθημα της διαύγειας, δεν καταπιέζει ποτέ ενώ είναι παρούσα, σαφής και με σοβαρές δυνατότητες περιγραφής. Η φωνή των σολίστ χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ακρίβεια στην άρθρωση και την περιγραφή της θέσης και του μεγέθους (το τελευταίο, έχει να κάνει πρωτίστως με τις επιλογές του μηχανικού ήχου, βεβαίως), ενώ μεγάλα χορωδιακά έργα αποδόθηκαν με τρόπο επιβλητικό, άψογη περιγραφή των διαστάσεων και της θέσης των ομάδων των χορωδών και της αίσθησης της κίνησης που επιβάλλει η σύνθεση.
Ψηλά, έχει κανείς την αίσθηση της καλής έκτασης, και το ζευγάρι των FIM ακούστηκε γρήγορο, με καλό σώμα και χαρακτηριστικά απόσβεσης, στοιχεία που προσδίδουν στο συνολικό άκουσμα μια σαφή ισορροπία. Οι ενισχυτές παραμένουν ακριβείς και ευχάριστοι στο άκουσμα και αυτός είναι ένας συνδυασμός χαρακτηριστικών που τον συναντά κανείς σε συσκευές πραγματικά υψηλών απαιτήσεων. Η περιοχή διακρίνεται για την φωτεινότητα και τον ανοικτό χαρακτήρα της και δημιουργεί αίσθηση αρμονικού πλούτου και, εν τέλει, πλήρους τονικής ισορροπίας.
Η είσοδος phono του προενισχυτή δεν έκρυψε κάποια δυσάρεστη έκπληξη, σε σχέση με όλα τα παραπάνω. Είναι σαφές ότι μπορεί να αξιοποιήσει τις πολύ καλές δυνατότητες του σταδίου line, έχει αρκετά χαμηλό θόρυβο και από πλευράς τονικής ουδετερότητας (η οποία αντανακλά την ακρίβεια στην αποέμφαση) κινήθηκε σε πολύ καλά επίπεδα. Σε σχέση με τον προενισχυτή αναφοράς phono, ήταν ελάχιστα πιο θορυβώδης και ίσως λίγο πιο εμφατικός στην περιοχή των χαμηλών συχνοτήτων, ωστόσο οι διαφορές ήταν αρκούντως μικρές ώστε να μιλάμε, περισσότερο για “άποψη” η οποία, ανάλογα και με τον χαρακτήρα της πηγής μπορεί να είναι και επιθυμητή. Η αλήθεια είναι ότι απόλαυσα το κομμάτι της αξιολόγησης που περιέλαβε βινύλια καθώς πήρα πολλές λεπτομέρειες και πολύ καλή παρουσία στον χώρο. Σαφώς έχουμε να κάνουμε με μια πλευρά του προενισχυτή η οποία βρίσκεται σε ισορροπία με το υπόλοιπο κύκλωμα και δεν είναι καθόλου διεκπεραιωτική και απλώς “για να υπάρχει”.
Άφησα για τέλος των ενισχυτή ακουστικών ο οποίος, επίσης, κινήθηκε σε πολύ καλό επίπεδο. Χρησιμοποιώντας τόσο τα βασικά ακουστικά αναφοράς Grado RS-2 όσο και τα κορυφαία Audeze LCD-3, είχα την ευκαιρία να αξιολογήσω θετικά, τόσο τις δυνατότητές της σχετικής εξόδου σε θέματα οδήγησης (δεν προβληματίστηκε), σε θέματα στάθμης (πολύ πάνω από επαρκής) και σε θέματα τονικής ισορροπίας (ουδέτερη) καθώς επίσης και τον χαμηλό της θόρυβο. Σε μια εποχή όπου τα ακουστικά αποτελούν μια από τις σοβαρές τάσεις της αγοράς, η επιλογή της FIM να προσφέρει μια αξιόλογη έξοδο για την οδήγησή τους πρέπει να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα.
... αν και υπολείπεται σε φήμη και διαπιστευτήρια, η FIM Audio κάνει μια εξόχως ενδιαφέρουσα πρώτη εμφάνιση: Τόσο ο προενισχυτής όσο και ο τελικός ενισχυτής ξεχωρίζουν με την εκλογικευμένη προσέγγισή τους, από την οποία δεν λείπουν και ορισμένες ευχάριστες εκπλήξεις (όπως η τοπολογία Baxandall στον προενισχυτή και το στάδιο εξόδου Trimodal στον τελικό), αλλά και από την έμφαση στην αποτελεσματικότητα που φαίνεται να προάγουν. Κατά την άποψη του γράφοντος αυτά είναι βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να τα λάβει κανείς πολύ σοβαρά υπόψιν ακόμη και επί θεωρητικής βάσης, πόσω μάλλον από την στιγμή που αποδεικνύεται ότι παίζουν σοβαρό ρόλο σε ένα τελικό αποτέλεσμα που ικανοποιεί και με το παραπάνω. Με δεδομένη και την αρκετά λογική τιμή τους, αποτελούν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προτάσεις που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό.