Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 17/12/2024
Streamer/DAC - Ολοκληρωμένος ενισχυτής
Ο H600 αντικατέστησε τους ενισχυτές αναφοράς (Melos Plus Series Line/Parasound HCA3500) και ανέλαβε να οδηγήσει το ATC SCM-50PSL. Αντικατέστησε επίσης και τις ψηφιακές πηγές καθώς ένα μεγάλο μέρος των ακροάσεων έγινε με streaming, μέσω σύνδεσης στο δίκτυο (Ethernet). Εννοείται ότι αξιολογήσαμε και τις αναλογικές του συνδέσεις και σε αυτή την περίπτωση βασιστήκαμε στον DAC αναφοράς (Teac Esoteric D70).
Με βάρος 22 κιλά, ο ενισχυτής δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολος στην μετακίνησή του και θα βολευτεί, σχετικώς εύκολα, σε ένα μεγάλο ρακ, αρκεί το τελευταίο να δίνει κάποιες, καλές, δυνατότητες αερισμού, καθώς οι ψύκτρες είναι εσωτερικές και ο H600 θα ανεβάσει (σε λογικά επίπεδα) θερμοκρασία αν τον χρησιμοποιήσεις σκληρά. Πολύ θετική εντύπωση μας έκανε το app της εταιρίας, το οποίο διευκολύνει τον χειρισμό, είναι απλό στο να το μάθεις γρήγορα και αρκούντως αποτελεσματικό στους βασικούς χειρισμούς, καθώς επίσης και οι ακροδέκτες σύνδεσης των ηχείων που επιτρέπουν την σωστή σύσφιξη (αν μιλάμε για γυμνό καλώδιο, δίχαλα ή pins).
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζεις ακούγοντας το σύστημα αναφοράς με τον H600 στον ρόλο του ενισχυτή, είναι ότι η οδήγηση των ηχείων κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, με τον μεγάλο Hegel να αισθάνεται άνετα σε υψηλές στάθμες και να ακούγεται ασυμπίεστος και πάντα σε έλεγχο. Αυτή η πολύ καλή δυνατότητα οδήγησης συνοδεύεται από μια ιδιαίτερα ευγενική συμπεριφορά στο φάσμα, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι ήρεμο, λίγο αυστηρό πολύ χαμηλά, αλλά με εξαιρετικές δυνατότητες ανάλυσης, διάφανο, φυσικό και λεπτομερές μεσαίο και υψηλές συχνότητες με αίσθηση έκτασης, ευχάριστες και με πολύ σωστά χαρακτηριστικά ταχύτητας. Από τις πρώτες στιγμές των ακροάσεων, λοιπόν, φάνηκε ότι δεν έχουμε να κάνουμε, απλώς, με έναν βαρύ ενισχυτή με πολλά βατ, αλλά με μια πολύ καλά στημένη συσκευή, όπου τα audiophile κριτήρια έπαιξαν τον πρώτο ρόλο.
Βάζοντας το πράγμα σε ιστορική προοπτική, είναι αρκετά ενδιαφέρον το γεγονός ότι συγκρίνοντας σημειώσεις (αν και έχουν περάσει κάτι παραπάνω από έξι χρόνια) από τα listening sessions του H90 (του προηγούμενο μικρού μοντέλου της Hegel) και του H600, μπορεί κάποιος να βρει αρκετές ομοιότητες (ανάμεσά τους και η αυστηρότητα). Ίσως το γεγονός ότι ο H90 βασίζεται στους ίδιους ημιαγωγούς ισχύος και στην ίδια έκδοση SoundEngine με τον H600 να παίζει το ρόλο του...
Στις λεπτομέρειες τώρα, πολύ χαμηλά, το σύστημα φάνηκε να έχει πολύ καλή έκταση και σοβαρές δυνατότητες περιγραφής του όγκου και του παλμού στην περιοχή. Το αποτέλεσμα ήταν επιβλητικό, γεμάτο, χωρίς υπερβολές και τείνω να θεωρήσω ότι αυτή η εκδοχή που πήρα είναι ελαφρώς προτιμότερη από αυτήν του συστήματος αναφοράς, ειδικά, αν δίνεις βάρος στην ακρίβεια.
Το χαμηλό του συστήματος κινήθηκε σε πολύ υψηλό επίπεδο με τα μεγάλα έγχορδα να αποδίδονται στην σωστή κλίμακα μεγέθους, με πολύ καλή παρουσία και καλή λεπτομέρεια, ίσως λίγο αδρά σε σχέση με την αναφορά, χωρίς αυτό να ενοχλεί. Γενικά στην περιοχή των χαμηλών/μεσοχαμηλών συχνοτήτων η αίσθηση που παίρνεις είναι αυτή της ισορροπίας και του καλού ελέγχου. Ο ενισχυτής θα γεμίσει τον χώρο άνετα και θα δημιουργήσει την “σωστή” ατμόσφαιρα.
Σε όλα τα παραπάνω, έρχεται να προστεθεί η πολύ καλή απόδοση των ρυθμικών μερών. Ο H600 είναι αυτό που λέμε (καταχρηστικώς) “ρυθμικός”, με την έννοια ότι επιδοτεί τον ρυθμικό χαρακτήρα, τον προβάλλει και κάνει το συνολικό άκουσμα ευχάριστο, έχοντας πολύ καλά χαρακτηριστικά ταχύτητας και γέμισμα. Το πράγμα ρολλάρει χαρούμενα και σε παρασύρει πανεύκολα!
Η μεσαία περιοχή είναι από τα πιο δυνατά σημεία της συσκευής. Εδώ, παίζει ρόλο ο δυναμικός χαρακτήρας της (ο οποίος αποτελεί την υποκειμενική αίσθηση της μεγάλης ταχύτητας του σταδίου εξόδου και του πολύ χαμηλού θορύβου -εικάζω), που δείχνει να εξασφαλίζει πολύ καλές δυνατότητες σε ό,τι αφορά την απόδοση των μακροδυναμικών και πολύ καλή αίσθηση διαφάνειας, οπότε το layering είναι εξαιρετικό και ο ενισχυτής δεν θα κουράσει ποτέ. Το τελικό αποτέλεσμα είναι όσο πρέπει φωτεινό και νιώθεις ότι έχεις απέναντί σου ένα σύστημα που προβάλλει την φυσικότητα του ακούσματος. Οι φωνές αποδόθηκαν άψογα με πολύ καλή περιγραφή της χορωδίας (κίνηση, ομάδες) και ρεαλιστική παρουσία των σολίστ και πολύ καλή απόδοσης της άρθρωσης και του ηχοχρώματος, με μια μικρή (και ευχάριστη) τάση να υπογραμμίζονται τα μέρη που αποδίδονται από ανδρικές φωνές.
Μιλώντας για φυσικότητα, μια άλλη πλευρά του ενισχυτή που αποδείχθηκε εξαιρετική είναι αυτή της στερεοφωνικής εικόνας. Ο ακροατής βρίσκεται απέναντι από μια αυστηρά καθορισμένη σκηνή με καλό -σαφώς ορισμένο- πλάτος και πολύ καλή αίσθηση του βάθους, όπου ο εστιασμός των ηχητικών αντικειμένων, η περιγραφή του αέρα και της κίνησης κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτές οι δυνατότητες αξιοποίησαν πλήρως τις πολύ καλές δυνατότητες που έχουν τα SCM-50 στο θέμα αυτό και το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά απολαυστικό. Αυτή η επίδοση μαζί με το γεγονός ότι ο ενισχυτής απέδωσε άψογα ηχογραφήσεις με περιεχόμενο εκτός φάσης (και σκηνής) με πραγματικά εντυπωσιακό envelopment πιθανότατα μπορεί να οφείλεται στην καλή ομοιότητα των καναλιών και την χαμηλή διαφωνία, ενώ και οι μικρές μεταβολές στην φάση μπορεί να παίζουν τον ρόλο τους.
Ψηλά, ο ενισχυτής κινήθηκε σε ανάλογα επίπεδα, κάτι που δεν μας εξέπληξε, βεβαίως. Τα βασικά χαρακτηριστικά εδώ, είναι η πολύ καλή αίσθηση έκτασης (τα 560ns του χρόνου ανόδου, έχουν την σημασία τους, μάλλον), η ισορροπία και τα πολύ καλά χρονικά χαρακτηριστικά, με το συνολικό άκουσμα να κλίνει λίγο προς το μαλακό και το ευχάριστο, με σαφή απουσία χαρακτηριστικών σκληρότητας ή τραχύτητας ακόμη και σε αρκετά υψηλές στάθμες. Ο ενισχυτής αποδίδει σωστά τον αρμονικό πλούτο, με σωστή αίσθηση θερμότητας, χωρίς να αποκλίνει προς κάποια υπερβολική ευφωνική ταυτότητα.
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν με καλή ακρίβεια την απόδοση του ενισχυτή τόσο σε ρυθμό streaming όσο και μέσω των αναλογικών του εισόδων. Στο ερώτημα “υπάρχουν διαφορές;” στην συμπεριφορά του ενισχυτή όταν αυτός λειτουργεί “σκέτος” αναλογικά και μέσω του ψηφιακού front end του, η απάντηση είναι καταφατική. Με ένα κορυφαίο DAC (όπως το D70), ο H600 ακούγεται ελάχιστα πιο διάφανος και πειστικός, ακόμη πιο φυσικός και ευχάριστος, με την συνολική παρουσία να γίνεται περισσότερο επιβλητική. Μη φανταστείτε τίποτε χαώδεις διαφορές, πάντως. Το ψηφιακό κομμάτι του ενισχυτή στέκεται στο ύψος του και δεν είναι μια απλή προσθήκη απλώς “για να υπάρχει”!
... ο H600 παίζει ακριβώς τον ρόλο για τον οποίο προορίζεται. Αυτόν της ναυαρχίδας της Hegel στον τομέα των ολοκληρωμένων ενισχυτών. Κρατήστε σημειώσεις: Κουβαλάει την παράδοση και την τεχνολογία της Νορβηγικής εταιρίας σε ό,τι αφορά τα στάδια ισχύος, διαθέτει έναν πολύ καλό εξασθενητή στο στάδιο προενίσχυσης και είναι εξοπλισμένος με ένα καλοσχεδιασμένο, by-the-book, ψηφιακό τμήμα που καλύπτει όλες τις σύγχρονες ανάγκες. Αν σε αυτά προσθέσουμε το προσεγμένο app και την απλότητα στην χρήση, το μόνο που απομένει είναι η ηχητική συμπεριφορά και στον τομέα αυτό, η Hegel έχει δώσει ρέστα. Πιθανολογώ, ότι έχουμε να κάνουμε με έναν από τους κορυφαίους ολοκληρωμένους ενισχυτές που μπορεί κάποιος να αγοράσει αυτή την στιγμή!