Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 16/06/2020
ΠΡΟΕΝΙΣΧΥΤΗΣ/ΤΕΛΙΚΟΣ ΕΝΙΣΧΥΤΗΣ
Κάτι που εκτιμώ, σε προσωπικό επίπεδο, στους Lamm γενικώς, είναι ότι ακολουθούν πιστά την αρχή του “Form Follows Function”, ένα σχεδιαστικό δόγμα του 19ου αιώνα το οποίο αφορούσε, πρωτίστως, στην αρχιτεκτονική, έχει ωστόσο νόημα και στα καθ' ημάς. Η μηχανική κατασκευή και των δύο συσκευών είναι αυτό που θα λέγαμε παραδοσιακή, με κλασικά σασί από μεταλλικά φύλλα, προσόψεις από μασίφ αλουμίνιο και φινίρισμα που δεν τραβά καθόλου την προσοχή με υπερβολές σε χρώματα και μορφή. Οι χειρολαβές που υπάρχουν και στα τρία μηχανήματα της δοκιμής διευκολύνουν την μεταφορά (η ειλικρίνεια της Lamm εν προκειμένω, φαίνεται από το γεγονός ότι ο M1.2 έχει χειρολαβές και στο πίσω μέρος, επομένως μπορείς να τον χειριστείς άνετα) αλλά δίνουν και ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με συσκευές που έχουν πρόθεση να ενσωματωθούν στο περιβάλλον. Έχουμε να κάνουμε με συσκευές που είναι όπως πρέπει να είναι. Το περιβάλλον, καλά θα κάνει να προσαρμοστεί...
Ανάλογη λογική έχει και το user interface του προενισχυτή (στους τελικούς δεν αναφέρομαι, διότι το μόνο που περιλαμβάνει η πρόσοψη είναι ένα μικρό κόκκινο LED). Εδώ φαίνεται το “βαρύ χέρι” του κυρίου Βλάντιμιρ, ο οποίος δεν δίστασε να καταφύγει σε κάποιες ανορθόδοξες επιλογές προκειμένου να παρακάμψει μια σειρά εγγενών προβλημάτων. Η πρώτη από αυτές, είναι η απουσία επιλογέα εισόδων. Ο προενισχυτής προσφέρει, συνολικά, τέσσερις εισόδους στάθμης line (single ended), από τις οποίες η μία είναι μέρος του βρόχου εγγραφής οι οποίες επιλέγονται, διαδοχικά, από μια σειρά διακοπτών, ξεχωριστά για κάθε κανάλι (αν και δεν έχει πρακτική αξία κάτι τέτοιο, μπορεί κανείς να ακούει διαφορετική είσοδο δεξιά, και διαφορετική αριστερά!). Οι λόγοι για μια τέτοια επιλογή δεν αναφέρονται από την Lamm, αλλά είναι λίγο-πολύ γνωστοί: Οι μηχανικοί επιλογείς αυξάνουν την διαφωνία των καναλιών και απαιτούν ειδική προσέγγιση στην τοπολογία για να μην ακούγεται “κλικ” κατά τις αλλαγές από πηγή σε πηγή (το πρόβλημα λύνεται, αν όλος επιλογέας είναι ηλεκτρονικά ελεγχόμενος, αλλά αυτό βάζει άλλα θέματα). Αυτή η μέθοδος δρομολόγησης είναι η πιο απλή (αν και απαιτεί να την συνηθίσεις).
Η δεύτερη επιλογή αφορά την ρύθμιση της στάθμης. Ο L2.1 Reference χρησιμοποιεί ξεχωριστό εξασθενητή για κάθε κανάλι και όχι διπλό. Εδώ, θα πρέπει να έπαιξε ρόλο η ανάγκη για ελάχιστη διαφωνία και το γεγονός ότι τα δύο βηματικά (με 41 στοπ) ποτενσιόμετρα της Ιαπωνικής TKD που χρησιμοποιούνται δεν εμφανίζουν μηχανικές ανοχές ως προς την σχετική τους θέση (όπως συμβαίνει με τα διπλά ποτενσιόμετρα) αφήνοντας μόνο την ακρίβεια στην κατασκευή της πίστας να παίξει ρόλο στο τράκινγκ μεταξύ των καναλιών. Και εδώ, έχουμε να κάνουμε με την απλούστερη προσέγγιση, την οποία θα πρέπει να συνηθίσεις. Ο εξοπλισμός του προενισχυτή συμπληρώνεται από διακόπτη φίμωσης και διακόπτη αναστροφής της φάσης
Στην πίσω πλευρά του προενισχυτή, ο χρήστης θα βρει τις single ended εισόδους, την έξοδο προς εγγραφή καθώς και single ended/balanced εξόδους, όλες υλοποιημένες με βύσματα κορυφαίας ποιότητας. Θα βρει, επίσης το βύσμα για την σύνδεση του εξωτερικού τροφοδοτικού το οποίο, εκτός από τις απαραίτητες τάσεις για την λειτουργία του προενισχυτή, προσφέρει δύο ρευματοδότες για την τροφοδότηση άλλων συσκευών, οι οποίοι ελέγχονται από διακόπτες στην πρόσοψη (είναι όμως αμερικανικού τύπου) καθώς επίσης και εξόδους σκανδαλισμού, (remote triggers) για την εκκίνηση των τελικών από απόσταση.
Η πίσω πλευρά των τελικών είναι αναλόγως λιτή. Ο χρήστης έχει στην διάθεσή του single ended και balanced είσοδο και μπορεί, μάλιστα, να επιλέξει ποια γραμμή της balanced εισόδου (ορθής ή αντεστραμμένης φάσης) θα χρησιμοποιήσει, μέσω διαφορετικών βυσμάτων RCA, τον διακόπτη on/off (με μηχανική ασφάλεια -ωραία προσοχή στην λεπτομέρεια) καθώς επίσης και τον διακόπτη επιλογής φορτίου (1-6Ω/8-16Ω), μια ενδιαφέρουσα δυνατότητα στην οποία θα αναφερθούμε σε επόμενη παράγραφο. Οι ακροδέκτες σύνδεσης των ηχείων, στην στάνταρντ έκδοση του ενισχυτή είναι κλασικοί, βαριάς κατασκευής από ορείχαλκο, αλλά η συσκευή της δοκιμής ήταν εξοπλισμένη με ακροδέκτες της Furutech, κορυφαίας ποιότητας.
Ο προενισχυτής βασίζεται σε ένα κύκλωμα με ημιαγωγούς MOSFET κατάλληλους για λειτουργία σε υψηλές τάσεις οι οποίοι είναι πολωμένοι σε τάξη Α. Η επιλογή αυτή εξασφαλίζει πολύ μεγάλα περιθώρια υπερφόρτωσης (στις μετρήσεις, δεν καταφέραμε να υπερφορτώσουμε την έξοδο), αποτελώντας την βάση για μεγάλη δυναμική περιοχή. Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχουμε δει κάποιες φορές από σημαντικούς σχεδιαστές αλλά, η αλήθεια είναι ότι η Lamm την... τραβάει στα άκρα, με την τάση τροφοδοσίας να βρίσκεται στα 350V! Αυτή η επιλογή θέτει ορισμένα τεχνικά προβλήματα στην σχεδίαση του τροφοδοτικού, τα οποία ο Shushurin έλυσε χρησιμοποιώντας λυχνίες για την ανόρθωση και την σταθεροποίηση (η περίπτωση της αρχιτεκτονικής του L2.1 Reference, με λαμπάτο τροφοδοτικό και ημιαγωγικό στάδιο ενίσχυσης δεν είναι και πολύ συνηθισμένη, για να μην πω ότι είναι μοναδική!). Χρησιμοποιούνται δύο 12ΑΧ3 ως ανορθώτριες, οι οποίες υποβοηθούνται από ένα αποπνικτικό πηνίο της Hammond και οδηγούν ένα λαμπάτο κύκλωμα σταθεροποίησης. Εδώ, χρησιμοποιούνται μία διπλοτρίοδος 12AX7 και μια τρίοδος ισχύος 6C19P για την δημιουργία του σταθεροποιητή και μια 5651Α για την δημιουργία της τάσης αναφοράς που απαιτείται για την λειτουργία του τελευταίου. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στον προενισχυτή και το τροφοδοτικό ακολουθούν την γνωστή φιλοσοφία της Lamm, είναι δηλαδή κορυφαίας ποιότητας, παντού, ακόμη και στο κύκλωμα του χρονοδιακόπτη (με 556)!
Ο τελικός ενισχυτής βασίζεται σε μια γενική αρχιτεκτονική την οποία φαίνεται ότι έχει αναπτύξει η εταιρία εδώ και πολλά χρόνια (και την είδαμε και στην περίπτωση του Μ2.2). Έχουμε να κάνουμε με ένα κύκλωμα τριών σταδίων, με το στάδιο ισχύος να είναι τοπολογίας push-pull, βασισμένο σε MOSFET, του οποίου προηγείται ένα στάδιο με μια διπλοτρίοδο 6922 και ένα ακόμη στάδιο (το στάδιο εισόδου), το οποίο περιλαμβάνει έναν τελεστικό ενισχυτή πολύ μεγάλης ταχύτητας, για εφαρμογές βίντεο (BUF634, βελτιστοποιημένο ώστε να λειτουργεί ως βαθμίδα μοναδιαίου κέρδους) ανά balanced γραμμή και ένα ζεύγος διακριτών J-FETs. Οι επιλογές σε ό,τι αφορά την ποιότητα των υλικών είναι παρόμοιες με αυτές του προενισχυτή (αντιστάσεις Dale και PRC, πυκνωτές Electrocube και Roedestein και ηλεκτρολυτικοί Cornel Dubilier, τσοκ της Hammond, πολύστροφα τρίμερ και μεταφορά του σήματος με ομοαξονικό καλώδιο και ακροδέκτες της Fisher πιστοποιημένους για το πρότυπο CAMAC (καμία σχέση με το audio: Το CAMAC αφορά σε συστήματα μετρήσεων που γίνονται σε πειράματα πυρηνικής φυσικής). Ο μετασχηματιστής τροφοδοσίας βρίσκεται τοποθετημένος σε ειδικό περίβλημα το οποίο τον απομονώνει μηχανικά από το υπόλοιπο σασί, ώστε να μην μεταδίδονται κραδασμοί στο κύκλωμα.
Άξιο αναφοράς σημείο, τέλος, είναι η δυνατότητα ελέγχου του ρεύματος πόλωσης των ημιαγωγών του σταδίου εξόδου, έτσι ώστε αυτό να προσαρμόζεται στην ονομαστική αντίσταση των ηχείων και να αποδίδει την ίδια ισχύ παραμένοντας σε τάξη Α, τόσο στα 8Ω όσο και στα 4Ω. Η εταιρία αναφέρει ότι ο M1.2 Reference αποδίδει 110W/8Ω και 110W/4Ω σε τάξη Α. Από τις τιμές αυτές και πάνω το στάδιο ισχύος λειτουργεί σε τάξη ΑΒ, αλλά, ούτως ή άλλως, αυτά είναι πολύ υψηλά επίπεδα ισχύος, ειδικά για φορτία 4Ω (όπου ένας συμβατικός, μη ρυθμιζόμενος, ενισχυτής θα απέδιδε πολύ λιγότερη ισχύ σε τάξη Α).