|
REVIEW |
Tsakiridis Devices
Artemis |
|
ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ... |
|
|
O ενισχυτής
παρέμεινε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα στον χώρο ακρόασης και της
διαδικασίας αξιολόγησης προηγήθηκε ένα διάστημα (γύρω στις δέκα
ημέρες) τακτικής χρήσης σε καθημερινή βάση, ώστε οι ενισχυτές να
έχουν στην πλάτη τους έναν μικρό αριθμό ωρών λειτουργίας.
Ανάμεσα στα ηχεία που χρησιμοποιήσαμε ήταν το Αudio Physic Padua
καθώς επίσης και ένα μικρό σύστημα Εros με
υπογούφερ της Audio Spectrum. Η πρώτη μας γνωριμία με τον
ενισχυτή, στον χώρο ακροάσεων της Tsakiridis Devices έγινε με ένα
μεγάλο Triangle (ίσως καταλληλότερο "στα χαρτιά" για τον δεδομένο
ενισχυτή και σίγουρα με ενδιαφέρον άκουσμα ) ωστόσο έγινε
σαφές από την αρχή, ότι κάθε λογικός συνδυασμός
χώρου/φορτίου κάνει τον Artemis να αισθανθεί άνετα δίνοντας
του και τον πρώτο πόντο: Λάμπα-ξελάμπα, ο ενισχυτής
δεν ζητά ένα "ειδικό" ηχείο από αυτά που με την
ίδια τους την απόδοση καλύπτουν κάθε άλλο χαρακτηριστικό. Το γεγονός
αυτό επιτρέπει στον κάτοχο των Artemis την πολυτέλεια να
διαθέσει ένα αρκούντως αναλυτικό ηχείο για να απολαύσει το υπόλοιπο
σύστημά του και παρά το γεγονός ότι το γνώρισμα αυτό δεν είναι
ιδιαίτερα ασυνήθιστο για σύγχρονους καλούς λαμπάτους (το έχουμε δεί
παλαιότερα στουςVTL και πιο πρόσφατα στον Conrad Johnson MV60)
αποτελεί φυσικά ένα αναμφισβήτητο θετικό γνώρισμα. Μιλώντας
για "το υπόλοιπο σύστημα" οι Artemis είχαν την ευκαιρία να
συνεργαστούν με μία σειρά από προενισχυτές όπως ο Melos Linear
Amplifier (λαμπάτος, επίσης), o συνδυασμός Rotel RHC-10/RHQ-10
(παθητικός/phono) καθώς επίσης και το αναλογικό κομμάτι του C1 της
Parasound. Σε όλες τις περιπτώσεις, η συνεργασία
υπήρξε χωρίς προβλήματα (τα 100kΩ της αντίστασης εισόδου του
ενισχυτή δεν προβλημάτισαν ούτε τον παθητικό προενισχυτή).
Μετά τις πρώτες ημέρες, ακολουθήθηκε η διαδικασία ελέγχου και
ρύθμισης των καθοδικών ρευμάτων (στα 15mA) η οποία δεν προχώρησε,
ουσιαστικά πέρα από τον απλό έλεγχο, καθώς ο ενισχυτής
εμφανίστηκε ιδιαιτέρως σταθερός στην αρχική του ρύθμιση
ακόμη και στο τέλος της δοκιμής. Η διαδικασία ρύθμισης περιγράφεται
με σαφήνεια στο εγχειρίδιο χρήσης και απαιτεί την ύπαρξη ενός
πολυμέτρου. Σε ρυθμό δοκιμής τώρα, οι Artemis αποδείχτηκαν
ενισχυτές με ήχο σαφώς "μεγαλύτερο" της φυσικής τους
παρουσίας. Παρά το ότι το μέγεθός τους είναι μικρό, η
ισχύς τους αποδεικνύεται πέρα από επαρκής για έναν μέτριο χώρο (με
ηχεία από 90dB και άνω) και αναδεικνύονται σε ένα καλό εργαλείο
ακροάσεων για κάθε είδους μουσική. Οι ενισχυτές είναι
αρκετά ήσυχοι επιβεβαιώνοντας τον λόγο σήματος προς
θόρυβο που δίνεται από τον κατασκευαστή (85dB), αλλά το πρώτο πράγμα
που θα παρατηρήσει κανείς είναι η εξαιρετική τους απόδοση
στην ανώτερη μεσαία και στην περιοχή των υψηλών συχνοτήτων.
Εχοντας από την πρώτη στιγμή μία εξόχως θετική αίσθηση για την
συγκεκριμένη επίδοση του ενισχυτή χρησιμοποιήσαμε μία σειρά από
δίσκους με ενδιαφέρον όσο και απαιτητικό πρόγραμμα στην περιοχή αυτή
(Arne Domnerus/Jazz at the Pawnshop, Στέλλα Γαδέδη/Σόλο Φλάουτο, Jan
Garbarek/Visible World) για να επιβεβαιώσουμε ότι οι Artemis είναι
σε θέση να αποδώσουν με χαρακτηριστική ευκολία τον αέρα και το
φασματικό περιεχόμενο των μεταλλικών κρουστών όπως το βιμπράφωνο,
των μικρών μεταλλικών πνευστών καθώς και την ιδιόμορφη ηχητική
ταυτότητα του Red Wind του Garbarek. Στα τυπικά τεχνικά
χαρακτηριστικά των Αrtemis δίνονται ως άνω όριο της απόκρισης τα
70kHz, τιμή που υποδηλώνει, αν μη τι άλλο, μία πολύ
προσεγμένη κατασκευή του μετασχηματιστή εξόδου, ένα γεγονός
που είναι μάλλον και ο κύριος υπέυθυνος της άριστης απόδοσης των
ενισχυτών ψηλά. Η μεσαία περιοχή ανήκει, βεβαίως,
δικαιωματικά, στην λαμπάτη φύση των Artemis. Oι ενισχυτές
τηρούν την παράδοση που θέλει αυτό το είδος ενίσχυσης να αισθάνεται
"εντός έδρας" στα φωνητικά έργα και μάλιστα επιδεικνύουν μία
εξαιρετική σφαιρικότητα ως προς τα είδη: Τα λυρικά έργα
αποδίδονται με την σωστή κλίμακα στην παρουσία των
τραγουδιστών και με ακρίβεια στα ιδιαίτερα
ηχοχρώματα των φωνών τους (Eva Marton-Jose Carreras/O Dolci
Mani, Βασιλική Καραγιάννη/Αρια της Ολυμπίας) ενώ μέσα από τους
Artemis έγινε και η πρώτη μας επαφή με την φωνή της Αναστασίας Εδεν
σε έναν από τους καλύτερους ελληνικούς δίσκους που έχουμε ακούσει
τελευταία, το "Εξ
Αβατον" του Ιωάννη Παπαδάκη. Παρά τα 35w τους οι Artemis δεν τα
πάνε καθόλου άσχημα και στις χαμηλές συχνότητες. Η αλήθεια
είναι, ότι στην περιοχή αυτή τα συμβατικά ηλεκτροδυναμικά ηχεία
δείχνουν τον χειρότερο εαυτό τους ως φορτία και είναι αλήθεια,
επίσης, ότι είναι αυτό το κομμάτι του φάσματος που θέτει τους
όποιους περιορισμούς στον χρήστη των ενισχυτών που με δεδομένη την
πολύ καλή απόδοσή τους στην μεσαία και υψηλή περιοχή, όχι σπάνια θα
συλλάβει τον εαυτό του σε στιγμές ενθουσιασμού να το παρακάνει με
την στάθμη, οπότε -βεβαίως- κάποια στιγμή οι ενισχυτές
τελειώνουν. Ωστόσο, οι περιορισμοί αυτοί
είναι, τελικώς, μικροί και αν ληφθεί υπ' όψιν η κατηγορία
τιμής θα πρέπει να θεωρηθούν αμελητέοι. Κατά άλλα, όλα τα
θετικά συστατικά βρίσκονται στην θέση τους και στις σωστές
αναλογίες για μία καλή εικόνα: Ογκος και
έλεγχος με τις μεγάλες ομάδες εγχόρδων της συμφωνικής να
περιγράφονται με σαφήνεια και σωστή κίνηση (Τchaikovsky/Romeo &
Julier-Fantasy Overure/Netherlands Philharmonic Orchestra/Yakov
Kreitzberg/Pentatone SACD), οι λεπτομέρειες που
διαχωρίζουν το σκάφος και τις χορδές του ακουστικού μπάσου (Τsuyoshi
Yamamoto Trio/The Way we Were) και η παρουσία των
ατμοσφαιρικών ιδιαίτερα χαμηλών συχνοτήτων σε δίσκους όπως
το The Dark Side of the Moon (Pink Floyd/SACD) και
Kundun (Philip Glass)
δικαιώνουν και με το παραπάνω το τροφοδοτικό των 200 Joule που έχει
χρησιμοποιηθεί. Ολα τα παραπάνω συνοδεύονται από μία αναλόγως
καλή στερεοφωνική εικόνα (η οποία προφανώς
οφείλεται εν μέρει και στην μονομπλόκ λογική των Artemis) η
οποία χαρακτηρίζεται από σταθερό πλάτος και βάθος και εξαιρετική
κίνηση και λεπτομέρεια με τα τελευταία δυο χαρακτηριστικά να
οφείλονται πιθανότατα στις δυνατότητες του ενισχυτή στις υψηλές
συχνότητες και να κορυφώνονται όπως είναι αναμενόμενο σε
ηχογραφήσεις υψηλής ανάλυσης. Aφησα για το τέλος τα σχετικά σχόλια
που αφορούν το αναμενόμενο παιχνίδι με τους διακόπτες επιλογής της
ανάδρασης και της συνδεσμολογίας. Εδώ, οι Artemis δεν
έχουν να επιδείξουν κάποια έκπληξη. Η συνδεσμολογία
Ultra Linear ακούστηκε καλύτερα με καλύτερες
επιδόσεις σε θέματα απόκρισης ενώ παρόμοια λογική επικράτησε και
στις ρυθμίσεις της ανάδρασης με τα υψηλότερα ποσοστά να μειώνουν την
παραμόρφωση αλλά παράλληλα και το κέρδος του σταδίου εξόδου. Η
απάντηση στο προφανές ερώτημα "ποιά θέση πρέπει να έχουν οι
διακόπτες" είναι, εξ 'ισου, προφανής: Στην θέση που επιβάλλει η
διάθεση της στιγμής και το είδος του προγράμματος. |
Τελικώς... |
Θα έχετε παρατηρήσει ίσως,
ότι από την αρχή του κειμένου αυτού δεν έχει γίνει καμμία αναφορά
στην τιμή. "Δες τον ενισχυτή με κριτήριο την απόδοσή του
και όχιτην τιμή του" (ή κάτι τέτοιο) μου είπε ο Οδυσσέας
Τσακιρίδης όταν νόμιζα ότι δεν κατάλαβα καλά αυτό που άκουσα και η
αλήθεια είναι ότι τα 810 ευρώ που στοιχίζει ένα ζεύγος Artemis "Νew"
(940 ευρώ το Plus) είναι μία τιμή πραγματικά
εξαιρετική για το πακέτο που προσφέρεται. Χωρίς
καμμία αμφιβολία πρόκειται για την μεγαλύτερη ευκαιρία στην
αγορά των λαμπάτων ενισχυτών και ένας εξαιρετικός τρόπος
για να μπεί κανείς στον χώρο του λαμπάτου ήχου αξιώσεων.
Δημήτρης Σταματάκος |
| |
|