Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 25/02/2014
ΠΡΟΕΝΙΣΧΥΤΗΣ/ΤΕΛΙΚΟΣ ΕΝΙΣΧΥΤΗΣ
Το ζευγάρι C2500/MC275 VI αντικατέστησε τον προενισχυτή και τον τελικό ενισχυτή που χρησιμοποιώ σε τακτική βάση (Melos Plus Series Line/Parasound HCA3500) και κλήθηκε να οδηγήσει τα ATC SCM50 PSL. Στο μεγαλύτερο μέρος της δοκιμής ως πηγή χρησιμοποιήθηκε το ζευγάρι Teac Esoteric P70/D70 (με το τρανσπόρτ ρυθμισμένο σε upsampling 4x, μέσω διπλής σύνδεσης AES-3 με τα καλώδια DC-110 της Nirvana) αλλά δεν παρέλειψα να ακούσω τόσο μερικούς δίσκους βινυλίου (από το Linn Sondek LP12/Ittok/Karma) όσο και αρχεία υψηλής ανάλυσης (24/96) μέσω της θύρας USB. Παρά το γεγονός ότι ο C2500 έχει πολλές και ενδιαφέρουσες δυνατότητες, η αρχική εγκατάστασή του δεν κρύβει δυσκολίες με το μενού να είναι αρκετά εύχρηστο και προφανές όσον αφορά στην πλοήγηση και την επιλογή/ρύθμιση των διαφόρων παραμέτρων. Όσοι θέλουν να πραγματοποιήσουν streaming αρχείων με sample rates πάνω από τα 96kHz σε πλατφόρμα Windows θα πρέπει, κατά τα γνωστά, να κατεβάσουν και να εγκαταστήσουν το σχετικό driver, διαδικασία η οποία, επίσης, δεν φάνηκε να κρύβει προβλήματα.
Η γενική εντύπωση που αποκομίζει κανείς ακούγοντας το ζευγάρι των McIntosh είναι αυτή ενός συστήματος με εντυπωσιακή παρουσία στον χώρο, εξαιρετικές δυνατότητες σε θέματα δημιουργίας στερεοφωνικής εικόνας και μεταφοράς των μικρών λεπτομερειών και της δυναμικής της ηχογράφησης. Επιπροσθέτως, ο ήχος δεν γίνεται ποτέ κουραστικός ακόμη και σε υψηλές στάθμες επιτρέποντας μακρόχρονες, ευχάριστες ακροάσεις. Ο τελικός ενισχυτής έχει αρκετά καλές δυνατότητες οδήγησης και δεν θα δυσκολευτεί να δημιουργήσει υψηλές στάθμες σε έναν μέτριο χώρο με ηχεία τυπικής ευαισθησίας. Ηχεία με χαμηλή ευαισθησία (όπως τα ηχεία αναφοράς) μπορούν να αξιοποιηθούν, αλλά θα πρέπει να βρίσκονται σε έναν μικρό χώρο και σε αποστάσεις ακρόασης μικρότερες των τριών μέτρων. Η συμπεριφορά του τελικού όταν αυτός βρίσκεται κοντά ή και πάνω από το όριο της υπερφόρτωσης είναι ιδιαίτερα ομαλή και σπανίως θα ενοχλήσει τον ακροατή. Ο MC275 δεν γίνεται ποτέ σκληρός ή δυσάρεστος και προειδοποιεί με πολύ ήπιο τρόπο ότι θα πρέπει να μειώσεις την στάθμη. Τούτου λεχθέντος, ο τελικός της McIntosh ανήκει στην κατηγορία των λαμπάτων τελικών των οποίων ο χαρακτήρας είναι ιδιαίτερα προσεκτικά ισορροπημένος. Οι Αμερικάνοι δεν έχουν απεμπολήσει την λαμπάτη αίσθηση (αν και μπορείς να βρεις αρκετούς σχολιαστές που διαμαρτύρονται στο διαδίκτυο ότι οι νεώτερες εκδόσεις του δεν έχουν τον ήχο του ορίτζιναλ τελικού των 60s -κάτι που κατά την προσωπική μου άποψη είναι μάλλον η σωστή επιλογή...), αλλά δεν την έχουν αφήσει και ανεξέλεγκτη, να καθορίζει πλήρως την ηχητική του συμπεριφορά. Ο ενισχυτής δεν κρύβει λεπτομέρειες, δεν είναι αργός στα μεταβατικά των υψηλών συχνοτήτων και δεν υπερβάλει όντας προδήλως ευχάριστος στην μεσαία περιοχή κρύβοντας τον χαρακτήρα της ηχογράφησης αλλά αποκλίνει ελαφρώς προς την μαλακή πλευρά, όσο χρειάζεται για να ξεχωρίσει και να κερδίσει το ενδιαφέρον και την εκτίμηση του ακροατή. Στην περίπτωση της συγκεκριμένης δοκιμής, ο χαρακτήρας αυτός φάνηκε να δένει ιδιαίτερα αρμονικά με την πολύ καλή ακρίβεια του προενισχυτή σε θέματα στερεοφωνικής εικόνας και θορύβου/δυναμικής περιοχής προσφέροντας ένα συνολικό αποτέλεσμα που το βρήκα εξαιρετικά ευχάριστο και ενδιαφέρον, κομμένα και ραμμένο στα μέτρα όσων καλοβλέπουν τον ήχο υψηλής ανάλυσης αλλά ταυτόχρονα αισθάνονται ότι κάποια μέρη της δισκοθήκης τους χρειάζονται -ας πούμε- μια κάποια επιείκεια...
Με το σύστημα C2500/MC275 στη θέση των ενισχυτών αναφοράς το σύστημα ακούστηκε εξαιρετικά λεπτομερές και ανοικτό, με εικόνα που χαρακτηρίστηκε από πολύ καλό πλάτος, μεγάλες δυνατότητες εστιασμού των επιμέρους οργάνων και καλό βάθος, με ιδιαίτερα χαμηλό θόρυβο και μια αίσθηση εγγύτητας που την βρήκα ιδιαίτερα ευχάριστη. Αν και έχασα την νευρώδη οδήγηση ενός τελικού με πάνω από 300W στο κανάλι, και κατ' επέκτασιν τον δυναμισμό και τα γεμάτα ρυθμικά μέρη (σε υψηλές εντάσεις) η εντύπωσή μου είναι ότι κέρδισα σε διαφάνεια και δύναμη περιγραφής των μικρολεπτομερειών, σε ρεαλισμό και αίσθηση παρουσίας της μουσικής στον χώρο (ή απουσίας του συστήματος από αυτόν, διαλέξτε τη φράση που σας εκφράζει καλύτερα).
Το σύστημα διατήρησε τη δυνατότητά του να κατεβαίνει πολύ χαμηλά αποδίδοντας με άνεση τη λεπτομέρεια και τον παλμό των ακουστικών οργάνων της περιοχής καθώς και τον όγκο και τον αέρα των ηλεκτρονικών και φάνηκε να περιορίζεται μόνο από την ισχύ του ενισχυτή (κάτι λογικό και αναμενόμενο). Το μεσοχαμηλό και το ανώτερο χαμηλό κινήθηκαν σε ακόμη καλύτερα επίπεδα, με την κλίμακα μεγέθους των οργάνων να διατηρείται σε άψογο επίπεδο (χωρίς υπερβολές και περιττούς τονισμούς) και την αίσθηση όγκου και μεγέθους της μεγάλης συμφωνικής ορχήστρας να είναι σαφής και, κατά περίπτωση, εντυπωσιακή. Τα ρυθμικά μέρη αποδίδονται άψογα από πλευράς ταχύτητας, με σωστό όγκο (ίσως ελάχιστα υπερελεγχόμενα με βάση το προσωπικό μου κριτήριο) και ενσωματώνονται στην γενική λογική του συστήματος όντας δυναμικά και ευχάριστα αλλά ποτέ κουραστικά.
Η απόδοση της μεσαίας περιοχής είναι ίσως ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά (και δυνατά) σημεία των ενισχυτών. Ισορροπούν ευχάριστα μεταξύ της δυναμικής παρουσίας (και είναι, πιθανώς, υπεύθυνα για την αίσθηση της εγγύτητας που αποκομίζει ο ακροατής, όπως ήδη περιγράφηκε) και της πολύ καλής ανάλυσης και της διαφάνειας. Στην πράξη, το αποτέλεσμα είναι μια ιδιαίτερα ρεαλιστική περιγραφή των οργάνων της περιοχής και της φωνής και η δημιουργία εντυπωσιακών εικόνων σε έργα με πολυπληθείς ορχήστρες και χορωδίες, χαρακτηριστικά που κερδίζουν άμεσα στο ενδιαφέρον του ακροατή και τον βάζουν “μέσα” στο πρόγραμμα.
Ψηλά, το σύστημα φάνηκε να έχει πολύ καλή έκταση και ταχύτητα, ακούστηκε γρήγορο και διαυγές, με μια ελάχιστη αίσθηση απόκλισης προς την μαλακή πλευρά που δεν στερεί τον ακροατή από την περιγραφή του αρμονικού πλούτου των οργάνων και την απαραίτητη φωτεινότητα αλλά του προσφέρει μια άποψη, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι μια laid-back αισθητική η οποία, νομίζω, θα βρει φανατικούς θιασώτες μεταξύ των φίλων της υψηλής πιστότητας. Ξεχωριστή ακρόαση των δύο συσκευών έδειξε ότι η συγκεκριμένη συνιστώσα οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τελικό ενισχυτή (και, πιθανώς, στη σχέση του με το συγκεκριμένο ηχείο που κλήθηκε να οδηγήσει). Ο C2500 κινείται πολύ πιο κοντά στην λογική της απόλυτης διαφάνειας, προσεγγίζοντας άνετα την λογική του απολύτως ουδέτερου προενισχυτή. Μιλώντας για τον προενισχυτή, κατά την δοκιμή έγινε φανερό ότι η McIntosh δεν έβαλε το στάδιο phono απλώς για να υπάρχει αλλά έχει κάνει μια ιδιαίτερα φροντισμένη δουλειά. Ο θόρυβος της εισόδου MC είναι πολύ χαμηλός και ο προενισχυτής φάνηκε κάτι παραπάνω από ικανός στο να μεταφέρει την αισθητική και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δίσκων και ο συνδυασμός προ/τελικού ακούστηκε, εν τέλει, εξαιρετικά φιλικός απέναντι στην αναλογική τεχνολογία. Η δυνατότητα αυτή, συμπληρώθηκε -τέλος- από την απόδοση του ενσωματωμένου μετατροπέα d/a ο οποίος αξιοποίησε με άνεση τις αυξημένες δυνατότητες που προσφέρουν τα αρχεία υψηλής ανάλυσης επιτρέποντας στο σύστημα να δημιουργήσει μερικές πραγματικά ανάγλυφες εικόνες, γεμάτες λεπτομέρειες και κίνηση.
... οι προσδοκίες που δημιουργεί “στα χαρτιά” το ζευγάρι C2500/MC275 δικαιώθηκαν (πανηγυρικά θα μπορούσα να πω) στην πράξη. Προσφέροντας έναν εξαιρετικό συνδυασμό δυνατοτήτων και προσεκτικά υπολογισμένης ακουστικής συμπεριφοράς το δίδυμο της McIntosh είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες προ/τελικούς που έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τον all around χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας, πρακτικώς, τα πάντα από πλευράς συνδεσιμότητας, ένα ισορροπημένο και ουδέτερο προενισχυτή και μια σύγχρονη έκδοση ενός θρυλικού τελικού, ο οποίος “ακούγεται” όσο ακριβώς πρέπει! Μην έχετε καμία αμφιβολία, ότι το πνεύμα του Frank McIntosh, του Gordon Grow και του Sidney Corderman ζει μέσα από τις συγκεκριμένες συσκευές και αυτό το γεγονός, από μόνο του, τους δίνει μια ξεχωριστή αξία στον κόσμο των audiophiles.