|
REVIEW |
ΠΡΟΕΝΙΣΧΥΤΗΣ/ΤΕΛΙΚΟΣ
ΕΝΙΣΧΥΤΗΣ |
Lamm L2
Reference/M2.2 |
|
Φωτό: Πάρις Νικολάου |
|
ΓΕΝΙΚΩΣ... |
|
Ακούω για τις
συσκευές του Vladimir Lamm εδώ και αρκετά χρόνια. Κι όταν λέω
“ακούω” εννοώ “ακούω από όλες τις πλευρές”. Έχω μιλήσει με τον ίδιο τον σχεδιαστή, με τον εισαγωγέα
τους στην ελληνική αγορά, με ανθρώπους που τις έχουν ακούσει σε
εκθέσεις (εδώ και στο εξωτερικό) και έχω -φυσικά- διαβάσει κείμενα
συναδέλφων, ειδικά του αμερικανικού τύπου. Υπάρχει μια κοινή
αποδοχή των ενισχυτικών αυτών η οποία εκφράζεται πολύ συχνά
με παραληρήματα και υπερθετικούς βαθμούς. Κάτω από κανονικές
συνθήκες αυτό σημαίνει κάτι: Δεν μπορεί να κάνουν όλοι
λάθος. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το πιθανότερο... Από την
άλλη, δεν έχουν δει και λίγα τα μάτια μου όλα αυτά τα χρόνια κι
έτσι, όταν έφτασε επιτέλους η ώρα για την δοκιμή των Lamm που θα
διαβάσετε στις σελίδες που ακολουθούν, βρήκα τον εαυτό μου να
βρίσκεται σε μια εντελώς περίεργη ψυχολογική
κατάσταση: Για κάποιο λόγο δεν τους συμπαθούσα αυτούς τους
Lamm βρε παιδί μου και το χειρότερο ήταν ότι δεν τον ήξερα τον λόγο
κι ούτε είναι κάτι που μου συμβαίνει συχνά. Με βάση αυτή την
αρνητική διάθεση που την έκρυβα με δυσκολία, είναι απορίας άξιον το
ότι, τελικώς, ο αντιπρόσωπος μου εμπιστεύθηκε τα τέσσερα ξύλινα
κιβώτια με τα μηχανήματα που ούτε λίγο ούτε πολύ στοίχιζαν 35
χιλιάρικα. Αυτό που παρέλαβα ήταν ένας προενισχυτής L2
Reference (με το εξωτερικό τροφοδοτικό του) και δύο
μονομπλόκ M2.2 που είναι οι ισχυρότεροι ενισχυτές της
εταιρίας και χρησιμοποιούν ημιαγωγικά στάδια εξόδου. Ο ίδιος ο
Vladimir Lamm δείχνει να έχει σε μεγάλη εκτίμηση
τόσο τον προενισχυτή όσο και τους τελικούς, χαρακτηρίζοντας και τα
δύο ως “από τις καλύτερες δημιουργίες της επαγγελματικής του
καριέρας” μια δήλωση με αρκετό βάρος, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί
κανείς ότι δεν πρόκειται για τις κορυφαίες συσκευές της εταιρίας. Το
σύστημα της Lamm έμεινε μαζί μου για αρκετό χρονικό διάστημα. Ιδού
τι ακριβώς απέφερε η συμβίωσή μου μαζί του... |
| |
|