Δικτυακός τόπος για τις Τεχνολογίες Audio, Video, HiFi, High End, Home Entertainment
Greek site for Audio Video & Home Entertainment technologies
Tελευταία Ενημερωση/Last Update: Τρίτη, 27/06/2017

avmentor.net
Go to
AVMENTOR.net

MEDIA SERVER/PLAYER, CD RIPPER

Antipodes DX

Antipodes DX

Για την διαδικασία της ακουστικής αξιολόγησης, το Antipodes DX αντικατέστησε το σύστημα αναπαραγωγής αρχείων που χρησιμοποιώ σε τακτική βάση και βασίζεται σε έναν υπολογιστή ο οποίος τρέχει την έκδοση Client/Server του MusiCHI και στο DCS Puccini U-Clock. Το DX συνδέθηκε μέσω της ψηφιακής εξόδου AES3 στον μετατροπέα D70 της Teac Esoteric και ακολούθησε το συνηθισμένο σύστημα αναφοράς (Melos Plus Series Line, Parasound HCA3500, ATC SCM-50PSL). Η συσκευή της δοκιμής συνοδευόταν από ένα καλώδιο σύνδεσης USB Pebble Consequence της Audiomica Laboratory, καθώς και από ένα καλώδιο τροφοδοσίας Allbit Consequence M2 της ίδιας εταιρίας, αμφότερα προαιρετικά.

Η τοποθέτηση της συσκευής δεν κρύβει κάποια ιδιαίτερη δυσκολία καθώς οι διαστάσεις της είναι τυπικές και θα χωρέσει σε κάθε ράφι ενός τυπικού ρακ. Ωστόσο, το DX χρειάζεται κάποια ενασχόληση από την πλευρά του χρήστη ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποδοτικά. Η σύνδεσή του με το οικιακό δίκτυο είναι απλή υπόθεση, καθώς με το Ethernet βλέπει αμέσως το router και από το σημείο αυτό η πρόσβαση στο user interface από όπου ρυθμίζονται οι βασικές παράμετροι (όπως το όνομα) γίνεται εύκολα από κάθε υπολογιστή. Ο χρήστης θα πρέπει, επίσης, να επιλέξει το λογισμικό που θα χρησιμοποιήσει. Οι επιλογές του γίνονται σε ζεύγη, δηλαδή μπορεί να επιλέξει τον server και το renderer που αντιστοιχεί σε αυτό και στη συνέχεια θα πρέπει να εγκαταστήσει την αντίστοιχη εφαρμογή client για τον έλεγχο της συσκευής σε κάποια πλατφόρμα. Για τις ανάγκες της δοκιμής, επιλέξαμε το “πακέτο” της Roon Labs, το οποίο περιλαμβάνει τον Roon Server και το Roon Ready (server/renderer) από την πλευρά του DX και το Roon Remote (σε έκδοση Android για χρήση από smart phone) ως client. Ανάλογα με το λογισμικό που θα ενεργοποιήσει, ο χρήστης έχει στη διάθεσή του μια σειρά από επιλογές. Για παράδειγμα, το Roon Ready δίνει την επιλογή DoP/Transcode για αρχεία DSD, με το DoP να επιλέγεται για DAC που μπορούν να διαχειριστούν αντίστοιχα streams. Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει, τέλος, να επιλεχθεί η έξοδος της συσκευής η οποία θα χρησιμοποιηθεί από το λογισμικό. Το, εύκολο στην χρήση του, user interface προσφέρει αρκετές ακόμη δυνατότητες τις οποίες ο χρήστης θα πρέπει να εξερευνήσει αν θέλει να εξαντλήσει το DX. Κακώς, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει ένα βασικό εγχειρίδιο χρήσης, είτε εκτυπωμένο, είτε σε downloadable ηλεκτρονική μορφή, αν και οφείλω να ομολογήσω ότι η οργάνωση του site της εταιρίας με τις ειδικές κατηγορίες “Getting Started” και “How To” είναι πολύ καλή. Κάποιες φορές, ωστόσο, δεν είναι πρακτικό να πρέπει να διαβάσεις οδηγίες και να τις εφαρμόσεις, ταυτόχρονα σε μια ή περισσότερες πλατφόρμες.
Η μοναδική περίπτωση που έρχεσαι σε επαφή με το DX είναι κατά το ripping των δίσκων. Κι εδώ τα πράγματα είναι όσο απλά μπορεί να γίνουν, αφού το μόνο που χρειάζεται να κάνει κάποιος είναι να βάλει τον δίσκο στην υποδοχή. Το DX αναλαμβάνει την υπόλοιπη διαδικασία, δημιουργώντας αρχεία FLAC χωρίς συμπίεση (uncompressed), εκτός αν ο χρήστης επιλέξει κάτι διαφορετικό από το βασικό setup. Για όσους αναρωτιούνται τι ακριβώς είναι ένα “FLAC χωρίς συμπίεση”, πρόκειται για μια σχετικώς πρόσφατη εξέλιξη του codec η οποία δεν πρέπει να συγχέεται με το “mode 0”, αλλά εξασφαλίζει την δυνατότητα εισαγωγής metadata (σε αντίθεση με τα αρχεία WAV) και δεν επιβαρύνει το σύστημα με απαιτήσεις αποσυμπίεσης σε πραγματικό χρόνο (για τις οποίες πολλοί ρέκτες του χώρου είναι καχύποπτοι, πιστεύοντας ότι επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα).

Antipodes DX Antipodes DX

Η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει κανείς χρησιμοποιώντας το Antipodes DΧ είναι αυτή της απόλυτης διαφάνειας, τόσο στο επίπεδο της χρήσης όσο και στο επίπεδο της ηχητικής συμπεριφοράς. Σε ό,τι αφορά την χρηστικότητα, ο χρήστης πολύ γρήγορα “ξεχνάει” ότι χρησιμοποιεί μια εξειδικευμένη συσκευή η οποία είναι τοποθετημένη κάπου στο ρακ του και η εμπειρία του καθορίζεται ολοκληρωτικά από το λογισμικό που χρησιμοποιεί για τον έλεγχό της. Το Roon που χρησιμοποιήσαμε σε όλη τη διάρκεια της δοκιμής, είναι μια ιδιαίτερα καλοστημένη εφαρμογή με υψηλή αισθητική και λογικά δομημένο user interface την οποία δεν αργείς να συνηθίσεις και να την ενσωματώσεις στον καθημερινό τρόπο με τον οποίο χειρίζεσαι το σύστημά σου.
Σε ό,τι αφορά την ηχητική συμπεριφορά, το DX καταφέρνει με θαυμαστό τρόπο να αφήσει τον μετατροπέα να κάνει τη δουλειά του όπως μπορεί καλύτερα. Στην πράξη, αυτό που πήρα ήταν ο συνήθης ήχος του D70, με εξαιρετικές δυνατότητες σε θέματα λεπτομέρειας, πολύ καλό κατώτερο χαμηλό, ξεκούραστες υψηλές συχνότητες και, επίσης, εξαιρετική στερεοφωνική εικόνα. Ωστόσο, σε σχέση με την συνήθη πλατφόρμα που χρησιμοποιώ, το σύστημα αναφοράς με το DX στη θέση της πηγής έκανε ένα βήμα προς το καλύτερο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι προσφέρει καλύτερη σαφήνεια και σταθερότητα στην θέση των ηχητικών πηγών, λίγο καλύτερο αέρα μεταξύ των οργάνων και ένα πιο ήσυχο υπόβαθρο. Εν προκειμένω, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η σύγκριση δεν είναι πολύ δίκαιη, καθώς ο υπολογιστής στον οποίο “τρέχει” το MusiCHI C/S δεν είναι ακόμη βελτιστοποιημένος για χρήση με εφαρμογές audio υψηλών απαιτήσεων (προς μεγάλη απογοήτευση του Watel...) και η μετατροπή USB/SPDIF που προσφέρει το U-Clock της dCS έχει τα... χρονάκια της. Επιπροσθέτως, το DX πραγματοποιεί memory playback (φορτώνει, δηλαδή, το τρακ στην μνήμη) μια δυνατότητα η οποία υπάρχει στο MusiCHI C/S αλλά δεν χρησιμοποιείται, προς το παρόν, επειδή οι επιδόσεις του υπολογιστή δεν την υποστηρίζουν.

Στις λεπτομέρειες τώρα, το σύστημα με το DX ακούστηκε εξαιρετικά στην περιοχή των πολύ χαμηλών συχνοτήτων, αποδίδοντας άψογα τον όγκο και την λεπτομέρεια και όντας επιβλητικό, όπου το επέβαλε η ηχογράφηση. Η αίσθηση της λεπτομέρειας και της ταχύτητας διατηρήθηκε και στην ανώτερη περιοχή των χαμηλών συχνοτήτων και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολύ καλές επιδόσεις στην αναπαραγωγή των μικροδυναμικών και του ρυθμικού μέρους, το οποίο εμφανίστηκε ισορροπημένο ως προς τον όγκο και την ταχύτητα, γεμάτο και με σωστή παρουσία στον χώρο.
Η μεσαία περιοχή χαρακτηρίστηκε από εξαιρετικές δυνατότητες αναπαραγωγής της λεπτομέρειας, χωρίς ίχνη συμπίεσης και χωρίς να γίνεται κουραστική ή προβολική ακόμη και σε υψηλές στάθμες. Ο ακροατής βρίσκεται απέναντι από μια ανάγλυφη εικόνα, με πολύ καλή αίσθηση του βάθους και σοβαρές δυνατότητες περιγραφής της κίνησης και σε καλές ηχογραφήσεις έχει έντονη την αίσθηση της ρεαλιστικής παρουσίας στον χώρο. Η συμπεριφορά αυτή γίνεται ιδιαίτερα σαφής στην περίπτωση των φωνών (σόλο και χορωδίας) οι οποίες αποδόθηκαν με άψογη άρθρωση, λεπτομέρεια και ηχοχρώματα.
Ψηλά, το σύστημα διατήρησε τον κορυφαίο χαρακτήρα του, επιβεβαιώνοντας το γεγονός ότι ο Esoteric D70 παρά την μεγάλη ηλικία του διαθέτει μια από τις καλύτερες συμπεριφορές στον συγκεκριμένο τομέα (πάντα με το ψηφιακό φίλτρο FIR/RDOT). Όργανα με έντονο περιεχόμενο στην περιοχή, ακούστηκαν γρήγορα, με πολύ καλό σώμα και άψογες αποσβέσεις, πολύ καλό αρμονικό πλούτο και τον χαρακτηριστικό, ήπια σκοτεινό χαρακτήρα που έχω συνηθίσει από την συγκεκριμένη συσκευή. Η απόδοση εκτοξεύεται όταν τα αρχεία είναι υψηλής ανάλυσης, οπότε ο ακροατής μπορεί να απολαύσει την χαρακτηριστική άνεση, την λεπτομέρεια, τον αέρα και την ξεκούραστη αίσθηση που είναι βασικά χαρακτηριστικά του πραγματικού oversampling (της λήψης δηλαδή περισσότερων πραγματικών δειγμάτων κατά την ηχογράφηση).
Ένα, μικρό είναι η αλήθεια, μέρος της διαδικασίας της ακουστικής αξιολόγησης, δαπανήθηκε, τέλος, στην σύγκριση της απόδοσης του συστήματος όταν το DX αντλεί τα δεδομένα από τον τοπικό δίσκο και μέσω του Ethernet. Η διαδικασία ήταν διπλή. Σε πρώτη φάση, αφορούσε το ίδιο τρακ στα δύο διαφορετικά μέσα αποθήκευσης, αλλά, ταυτόχρονα και με διαφορετικό ripping. Η εκδοχή που βρισκόταν στο SSD του DX είχε μετατραπεί σε αρχείο από την ίδια την συσκευή, ενώ η εκδοχή που βρισκόταν στο NAS είχε μετατραπεί μέσω του λογισμικού EAC (ρυθμισμένο και αυτό σε paranoid mode όπως και το DX). Στην δεύτερη φάση, το ίδιο αρχείο (ripping από το DX σε ασυμπίεστο FLAC) μεταφέρθηκε στο NAS και έγινε σύγκριση της αναπαραγωγής Local/Ethernet. Και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχαν ακουστές διαφορές, επομένως μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η μουσική βιβλιοθήκη μπορεί να επεκταθεί άνετα και σε έναν εξωτερικό χώρο αποθήκευσης (NAS/Ethernet) χωρίς προβλήματα ποιότητας.

Τελικώς...

... η ιδέα της εξειδίκευσης μιας υπολογιστικής πλατφόρμας και της βελτιστοποίησής της με βάση τις ανάγκες των εφαρμογών audio που απαιτούνται από ένα υψηλού επιπέδου σύστημα δημιουργίας/διαχείρισης και αναπαραγωγής αρχείων, είναι προφανές ότι λειτουργεί πολύ καλά, τουλάχιστον όπως την εφαρμόζει η Antipodes. Το σύστημα έχει (μετρήσιμα) πολύ χαμηλό θόρυβο, προσαρμόζεται άψογα στις ανάγκες και τον τρόπο χρήσης που επιθυμεί ο καθένας και, επιπροσθέτως, αποδείχθηκε εξαιρετικά διαφανές, όπως ακριβώς περιμένει κανείς από ένα server/media player. Είναι σαφές ότι έχουμε να κάνουμε με μια εξαιρετική λύση, η οποία απευθύνεται σε όσους αναζητούν το απόλυτο στον συγκεκριμένο τομέα.