Πρόκειται,
ίσως, για μια από τις γνωστές ειρωνείες της τεχνολογίας: Για να
γίνει audiophile ένας υπολογιστής θα πρέπει πρώτα να
καταργήσουμε το υποσύστημα ήχου του. Όποια κάρτα ήχου και
αν χρησιμοποιήτε και ό,τι κι αν γράφει το κουτί της απέξω, η
μοναδική σας ελπίδα να έχετε καλό ήχο από τον υπολογιστή σας είναι
να πάψετε να την χρησιμοποιήτε. Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι
ευθύνη των κατασκευαστών: Ο ήχος σε έναν υπολογιστή, υπό την έννοια
της γενικής χρήσης, έχει άλλες παραμέτρους: Πολλά κανάλια, μεγάλες
δυνατότητες χειρισμού σημάτων, ενσωματωμένο DSP και άλλα παρόμοια
επιβάλλουν μια ιδιαίτερη κατανομή κόστους. Οι αξίες της υψηλής
πιστότητας δεν λαμβάνονται και πολύ υπόψιν εκτός και αν μιλάμε για
μια κάρτα με επαγγελματικές προδιαγραφές, αλλά αυτό θα το καταλάβετε
από την τιμή, η οποία θα είναι υψηλότερη από αυτήν του υπολογιστή
που θα τη φιλοξενήσει. Στον απλό, λιτό και εξόχως μυστήριο κόσμο του
δικαναλικού audio, τώρα, οι απαιτήσεις μας είναι πολύ μικρότερες
όσον αφορά τις δυνατότητες (θα έλεγα οι ελάχιστες δυνατές) και
πολύ μεγαλύτερες όσον αφορά την ποιότητα. Το μόνο που θέλουμε από
τον υπολογιστή είναι να διαβάζει τα αρχεία από τον σκληρό του δίσκο.
Δεν θέλουμε ούτε να σκεφτούμε την πιθανότητα κάποιο μυστηριώδες και
ενίοτε αφανές dll να επεμβαίνει ερήμην μας στα δεδομένα επιβάλλοντας
επεξεργασίες που έχουν επιλεγεί από κάποιους χωρίς να ερωτηθούμε και
η καλύτερη προσέγγιση στην απαίτηση αυτή είναι να εξάγουμε
τα δεδομένα αυτά όσο το δυνατόν ταχύτερα από
την υπολογιστική πλατφόρμα (PC ή Mac). Έτσι, στο παιχνίδι
μπήκαν για τα καλά οι εξωτερικοί DACs με δυνατότητα σύνδεσης data. Η
πρώτη τέτοια συσκευή που είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω ήταν ο
Stello DA220MkII, για να ακολουθήσουν ο Grace Design Μ902, o Dac3 της BelCanto και
ο Musical
Fidelity X-DACv8, ενώ έξω από τη λίστα δεν πρέπει να μείνει το
gadget της χρονιάς, το UD10 της Trends Audio. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Ο
αριθμός των ακροατών που χρησιμοποιούν έναν κορυφαίο DAC για να
ακούσουν τα αρχεία τους αυξάνεται, ακολουθώντας -προφανώς- τις
δυνατότητες downloading αρχείων υψηλής ανάλυσης. Όλες οι παραπάνω
συσκευές χρησιμοποιούν την θύρα USB για την σύνδεσή τους με τον
υπολογιστή, μια επιλογή η οποία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα
του μέσου χρήστη επειδή δεν χρειάζεται κανενός είδους εγκατάσταση.
Με δεδομένο έναν υπολογιστή που τρέχει XP, ο DAC αναγνωρίζεται
αμέσως και τα δεδομένα ρέουν προς αυτόν σε δευτερόλεπτα. Επάνω σε
αυτό ακριβώς το σημείο διαφοροποιήται ο Minerva της
Weiss. Με τον Medea, τον κορυφαίο DAC της Ελβετικής
εταιρίας να μην διαθέτει USB και να είναι σημαντικά ακριβότερος, δεν
είναι υπερβολή να πούμε ότι ο Minerva ήταν – ίσως- η συσκευή που
περίμεναν με την μεγαλύτερη αγωνία οι απανταχού απαιτητικοί
ακροατές. Κατά τα φαινόμενα, ο Daniel Weiss δεν θα τους αφήσει
παραπονεμένους. Ο Minerva δεν προσφέρει απλώς δυνατότητα
σύνδεσης μέσω διαύλου IEEE 1394 (αυτό που η Apple και
γενικώς ο περισσότερος κόσμος ονομάζει Firewire) αλλά, παράλληλα,
είναι μια κόμπακτ και καλοσχεδιασμένη συσκευή που τιμά τον ψηφιακό
ήχο. Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με την σειρά... |