|
H Μυστηριώδης Σχέση
Ενισχυτή – Ηχείου |
Δεν θα σας πάρει πάνω
από μισό λεπτό να συνδέσετε δύο ηχεία στην έξοδο ενός ενισχυτή. Θα
σας πάρει πολύ περισσότερο το να καταλάβετε τι δεν πήγε καλά μεταξύ
τους... Η σχέση ενός ενισχυτή με το ηχείο που τον ακολουθεί έχει
παρεξηγηθεί συστηματικά και ενίοτε έχει δώσει λαβές για την
δημιουργία μύθων και θρύλων. Κι όμως, όπως όλα τα πράγματα στο
audio, μπορεί να εξηγηθεί λογικά! |
Εισαγωγή Ένα απλό
μοντέλο: Κέρδος, Αντιστάσεις, Τάσεις και Ρεύματα Σύνθετη
Αντίσταση: Πιο σύνθετη από όσο νομίζετε... Πηγές Τάσης,
Συντελεστής Απόσβεσης, Απόδοση και Ευαισθησία |
|
Εισαγωγή |
Η ιστορία χάνεται στο
παρελθόν: Το 1906 ο Lee De Forest παρουσίασε το
πρώτο ενεργό εξάρτημα που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ενισχυτής.
Ήταν η τρίοδος και μπορούμε να θεωρήσουμε την χρονολογία αυτή ως την
απαρχή του audio με την μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, βασισμένο
δηλαδή σε ηλεκτρονικές ενισχυτικές διατάξεις. Η τρίοδος τα χρόνια
εκείνα οδηγούσε ηχεία χοάνης, απ' ευθείας απογόνους της μηχανικής
χοάνης του γραμμοφώνου που δεν είχαν καμία σχέση με αυτό που σήμερα
ονομάζουμε “μεγάφωνο”. Αυτό χρειάστηκε κάτι λιγότερο από είκοσι
χρόνια για να πάρει την τελική του μορφή: Το 1925, οι Rice
και Kellogg που τότε εργάζονταν για την General Electric
περιέγραψαν την αρχή λειτουργίας ενός μεγαφώνου κινούμενου πηνίου
και την ίδια χρονιά, ο Edward Wente των εργαστηρίων
Bell πήρε ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για το θέμα αυτό. Δεν είναι
γενικώς γνωστές οι αιτίες που η Bell “νίκησε” την General Electric
σε κάτι που αργότερα απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία, το βέβαιο είναι
ότι λίγο πριν το 1930 είχαμε στη διάθεσή μας τις τεχνολογίες που
χρησιμοποιούμε και σήμερα: Ένα διάφραγμα με κάποια συγκεκριμένη
έκταση που κινείται από ένα πηνίο φωνής, το οποίο για την κίνησή
αυτή απορροφά ισχύ που ελέγχεται από ένα ηλεκτρονικό κύκλωμα. Ένα
σήμα πολύ μικρής ισχύος στην είσοδο του συστήματος αυτού αρκεί για
να δημιουργήσει στην έξοδο του σεβαστές (δηλαδή... ακουστές)
διακυμάνσεις ηχητικής πίεσης στον χώρο. |
Χρειάστηκαν κάτι
παραπάνω από 17 χρόνια για να δημιουργηθεί η ιδέα της υψηλής
πιστότητας. Ιστορικά, μπήκαμε στον χώρο του high fidelity με την
παρουσίαση του ενισχυτή Williamson, το 1947, καθώς
είναι ίσως ο πρώτος που διαφοροποιήθηκε από τα υπόλοιπα κυκλώματα
της εποχής με κριτήριο την ποιότητά του. Από τότε έχουμε κάνει
μεγάλα βήματα τόσο προς την κατεύθυνση βελτίωσης των ηχείων όσο και
προς την κατεύθυνση βελτίωσης των ενισχυτών, ωστόσο το ζητούμενο
είναι πάντοτε ένα: Με δεδομένα μια πηγή ήχου της οποίας τα
χαρακτηριστικά εξόδου είναι -συνήθως- πολύ καλά ορισμένα, έναν χώρο
και μια θέση ακρόασης σε αυτόν οφείλουμε να βρίσκουμε, κάθε φορά,
την βέλτιστη απάντηση στο ερώτημα: Ποιά είναι τα
χαρακτηριστικά του ενισχυτή και του ηχείου που χρειάζονται ώστε το
αποτέλεσμα να είναι το σωστό; Μια αρχική απάντηση στο
ερώτημα αυτό θα μπορούσε να είναι ότι το χειρότερο ποιοτικά μέλος
του ζεύγους “ενισχυτής-ηχείο” καθορίζει την μέγιστη ποιότητα που
μπορούμε να αναμένουμε. Αυτό είναι σωστό και προς την κατεύθυνση
αυτή έχουμε αναπτύξει πολλά και ενδιαφέροντα κριτήρια και
προβληματισμούς. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο: Η ηλεκτρική
σχέση μεταξύ του ενισχυτή και του ηχείου φαίνεται ότι
μπορεί να επηρεάσει, ενίοτε πολύ άσχημα, την απόδοση με τρόπους που
δεν είναι εύκολα ορατοί ή ακόμη και κατανοητοί. Με άλλα λόγια, θα
πρέπει ο ενισχυτής να οδηγεί -όπως είναι ο όρος- το ηχείο σωστά.
Αυτό γράφεται εύκολα αλλά για να γίνει αντιληπτό σε βάθος χρειάζεται
μια κάποια προσπάθεια η οποία μπορεί να ξεκινήσει με την κατασκευή
ενός απλού
μοντέλου που περιλαμβάνει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. |
| |