|  | 
        
        
          | REVIEW |  
          | M I N I   M O N I T O 
            R |  
          | Bowers & Wilkins 
            CM1 |  
          |  |  
          | 
 |  
          | ENTYΠΩΣΕΙΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... |  
          |  |  
          | Tα χαρακτηριστικά που δίνει η Bowers 
            & Wilkins για το CM1 είναι αρκούντως εντυπωσιακά: Το ηχείο 
            κατεβαίνει τυπικά (-3dB) μέχρι τα 55Hz αλλά αν 
            θεωρήσει κανείς ως πρακτικό όριο αποκοπής τα -6dB το κάτω 
            όριο αγγίζει τα 45Hz, τιμή τουλάχιστον προκλητική για το 
            μέγεθος του ηχείου και τις πέντε ίντσες του γούφερ.  Το τουίτερ 
            ανεβαίνει με σχετική άνεση αρκετά ψηλά, φθάνοντας τα 
            50kHz (-6dB), αφήνοντας έτσι υποσχέσεις για καλή 
            συμπεριφορά με πηγές υψηλής ανάλυσης.  Αυτό που είναι επίσης 
            ενδιαφέρον είναι ο συνδυασμός της ονομαστικής εμπέδησης και της 
            ευαισθησίας:  Το ηχείο -αν και ανοικτού τύπου- είναι αναίσθητο, 
            μη ξεπερνώντας τα 84dB SPL για 2.83Vrms στην είσοδό του, αλλά 
            παράλληλα είναι τυπικά 8Ω, με την αντίσταση να μην πέφτει 
            κάτω από τα 5,1Ω. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι θα 
            χρειαστείτε έναν μεγάλο ενισχυτή αν θέλετε υψηλές στάθμες, αλλά το 
            ηχείο δεν είναι δύστροπο ως φορτίο και μπορεί να συνεργαστεί καλά 
            και με ασθενικούς ενισχυτές, υπό την προυπόθεση ότι -σε μία τέτοια 
            περίπτωση- δεν θα ζητήσετε πολλά dB.  Αν μου επιτρέπετε την 
            έκφραση, με αυτά τα χαρακτηριστικά η B&W μπαίνει σε 
            περιπέτειες φιλοσοφικού τύπου: Όπως συνέβει και με το πάλαι 
            ποτέ 801FS (το θυμάστε;) πολύ φοβάμαι ότι το CM1 θα αποκτήσει την 
            φήμη "δύσκολου" ηχείου, εντελώς άδικα. Κατά την 
            διάρκεια της δοκιμής, το ηχείο οδηγήθηκε από τον τελικό HCA-3500 της 
            Parasound με τον συνήθη προενισχυτή αναφοράς μας (τον λαμπάτο Melos) 
            και από μία ποικιλία πηγών στις οποιές συμπεριελήφθησαν το Sony DVP 
            NS9100ES καθώς επίσης και το ΕLP LT-1XRC (το σύστημα ανάγνωσης 
            δίσκων βινυλίου με laser).  Το ηχείο τοποθετήθηκε σε βάσεις, 
            μέθοδος στήριξης η οποία είναι η καλύτερη για το είδος του, κάτι που 
            αναγνωρίζεται και από την B&W η οποία προσφέρει ειδικό stand με 
            ύψος 60 εκατοστών, σε αρκετή απόσταση από τον πίσω τοίχο.  Η 
            μικρή διάμετρος του γούφερ απαιτεί μεγάλες διαδρομές από αυτό, 
            προκειμένου να επιτευχθούν υψηλές στάθμες κάτι που πολύ γρήγορα 
            θα επιβάλει την κατάργηση των καλυμμάτων αφού το 
            μεγάφωνο τα πλησιάζει επικίνδυνα με σχετική ευκολία.
 Αρχικώς μπορεί να φανεί παράδοξο για ένα ηχείο 15 λίτρων, αλλά 
            το πρώτο πράγμα που προσελκύει την προσοχή του ακροατή είναι το 
            χαμηλό:  Η B&W έβαλε εδώ τα δυνατά της, 
            ισορροπώντας με εξαιρετική μαεστρία ανάμεσα στην 
            έμφαση και το κρέμασμα που χαρακτηρίζει ένα υπερβολικό bass reflex 
            και την αίσθηση απουσίας που ελοχεύει σε ένα αυστηρό μικρό 
            ηχείο.  Το CM1 δεν είναι το κατάλληλο μόνιτορ για να ακούσετε 
            ηχογραφήσεις εκκλησιαστικού οργάνου αλλά από την άλλη, το σώμα και η 
            ρυθμική βάση δεν θα σας λείψουν καθόλου.  Συγκριτικά, τα Audio 
            Spectrum Eros που χρησιμοποιούμε συστηματικά στον χώρο ακροάσεων 
            εμφανίζονται περισσότερο αυστηρά και γρήγορα.
 |  
          | 
              
              
                |  | Η μπάφλα του CM1 είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα. Η 
                  σημασία στην λεπτομέρεια φαίνεται παντού και η κατάργηση της 
                  προστατευτικής σίτας είναι σχεδόν... 
              μονόδρομος! |  |  
          |  |  
          | Το CM1 αισθάνεται άνετα στην περιοχή όπου 
            εμφανίζεται αυτό που συλλήβδην ονομάζουμε "punch" και αποδίδει τις 
            περισσότερες φορές την ρυθμική γραμμή αλλά ταυτόχρονα δεν θα 
            αδικήσει τις ανώτερες χαμηλές και την μεσαία περιοχή (όντας μικρό το 
            γούφερ, ανεβαίνει μέχρι τα 4kHz, επιτρεποντας στον σχεδιαστή να 
            αποφύγει ένα cross κοντά στην ανθρώπινη φωνή).  Φυσικά, εκεί 
            όπου, όπως θα περίμενε κανείς, το ηχείο δίνει τα ρέστα του είναι 
            η στερεοφωνική εικόνα: Με την στενή μπάφλα και την 
            μικρή απόσταση που χωρίζει τις δύο μονάδες (το face plate του 
            τουίτερ έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε αυτό να πλησιάζει κατά το δυνατόν 
            το γούφερ) καθώς και με την προσεγμένη στήριξη τους, η συμμετοχή της 
            καμπίνας στην ακτινοβολία είναι -κατά τα φαινόμενα- η ελάχιστη 
            δυνατή.  Το CM1 εξαφανίζεται πανεύκολα και την θέση του παίρνει 
            μία ανάγλυφη εικόνα με εξαιρετική προοπτική και αμεσότητα, αντάξια 
            ενός μόνιτορ εγγύς πεδίου.  Με δεδομένη μία αντίστοιχη 
            ηχογράφηση, τα επιμέρους όργανα εστιάζονται άψογα και με άφθονο αέρα 
            μεταξύ τους, ενώ παράλληλα η κίνηση περιγράφεται εξαιρετικά για 
            ηχείο που έχει τιμή σημαντικά κάτω από το όριο των 1000 ευρώ.  
            Με την βοήθεια ενός μεγάλου τελικού ενισχυτή (o ΗCA-3500 ξεπερνά 
            κατά πολύ το γραφειοκρατικό όριο των 100W που προτείνει η εταιρία) 
            το ηχείο μπορεί να δώσει αρκετά υψηλές στάθμες σε έναν 
            μέτριο χώρο, απέχει όμως σημαντικά από το να ικανοποιήσει 
            τις απαιτήσεις όσων αναζητούν ένα μίνι μόνιτορ με προδιαγραφές PA... 
            (σε τελική ανάλυση δεν μπορείς να τα έχεις όλα, μπορείς;). Οι υψηλές 
            συχνότητες είναι ευχάριστες, με άψογο χρονισμό και ξεκούραστες 
            επιτρέποντας ακροάσεις σε υψηλές στάθμες επι μακρόν.  Σε  
            αυτές τις περιπτώσεις, πάντως, απαιτείται, λόγω των μεγάλων 
            διαδρομών μία σχετική προσοχή: Το CM1 δεν θα ανεχτεί κάτω από 
            τέτοιες συνθήκες πολύ χαμηλές συχνότητες (τους θορύβους από ένα 
            αναλογικό σύστημα για παράδειγμα) και το γούφερ του θα 
            τερματίσει με έναν χαρακτηριστικά δυσάρεστο ήχο.  
            Επιστρέφοντας σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας, η συνολική αίσθηση 
            που αποκομίζει κανείς ακούγοντας το CM1 είναι αυτή της 
            ζωντάνιας.  Σαφώς το ηχείο δεν είναι χειρουργικά ακριβές (κάτι 
            τέτοιο σε έναν τόσο μικρό όγκο καταντά μερικές φορές κουραστικό) 
            αλλά από την άλλη πλευρά η ζωντάνια του δεν θα πρέπει να 
            εκληφθεί ως χρωματισμός ή "τρύπα" στην μεσαία περιοχή που θα 
            περιόριζε την χρήση του.  Αντιθέτως, μάλιστα, το ηχείο 
            αποδείχθηκε εντυπωσιακά σφαιρικό ως προς τις προτιμήσεις 
            του και με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπου περιλαμβάνονται ακραία όργανα 
            με πολύ χαμηλές συχνότητες) θα ικανοποιήσει όλους τους 
            ακροατές. |  
          | 
              
              
                |  |  |  
                | Καλής ποιότητας ακροδέκτες που επιτρέπουν 
                  την διπλοκαλωδίωση και με λίγη προσπάθεια μπορούν να 
                  χρησιμοποιηθούν με ακροδέκτες τύπου "μπανάνα". | Το bass reflex χρησιμοποιεί την τεχνική 
                  Flow Port με την χαρακτηριστική διαμόρφωση της επιφάνειας για 
                  να αποφεύγονται οι στροβιλισμοί του αέρα στις υψηλές 
                  στάθμες. |  |  
          | Τελικώς... ... φαίνεται ότι 
            το CM1 είναι ένα ηχείο που σχεδιάστηκε επί τούτου, ως "διαφορετικό" 
            στην σειρά της Bowers & Wilkins.  Πρόκειται για ένα 
            πραγματικό μίνι μόνιτορ με αληθινές αξίες (κύρια των οποίων 
            η εξαιρετική του εικόνα) που στέκεται άνετα σε πρόγραμμα με χαμηλές 
            συχνότητες, είναι ποιοτικά κατασκευασμένο και 
            χαρακτηριστικά μινιμαλιστικό, αποτελώντας έτσι μία 
            πρόταση όχι απλώς σε τεχνικό και αισθητικό επίπεδο αλλά και σε 
            επίπεδο γενικότερης αντίληψης.  Δεν γνωρίζω τα σχέδια της 
            εταιρίας, αλλά στο CM1 βλέπω όλα τα χαρακτηριστικά ενός 
            future classic...
 |  
          | Δημήτρης 
            Σταματάκος |  
          |  |  |  |