|
REVIEW |
ΜΟΝΙΤΟΡ/ΕΝΙΣΧΥΤΕΣ |
Lipinski Sound
L-707/L-301 |
|
|
ENTYΠΩΣΕΙΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... |
|
Το σύστημα του
Lipinski αντικατέστησε τα δύο ηχεία αναφοράς που χρησιμοποιώ σε
τακτική βάση, δηλαδή το ATC SCM50 PSL και το Audio Spectrum Eros με
το παθητικό υπογούφερ. Σε ένα μικρό μέρος των ακροάσεων οδηγήθηκε
από τον Parasound HCA-3500 ενώ τον περισσότερο χρόνο λειτούργησε με
τον δικό του ενισχυτή. Αυτό μου έδωσε την δυνατότητα να εκτιμήσω τις
δυνατότητες του L-301 καθώς επίσης και το πόσο καλά μπορεί να
συνεργαστεί το ηχείο με άλλους ενισχυτές. Σε όλη την διάρκεια των
ακροάσεων για την σύνδεση του L-707 με τους ενισχυτές χρησιμοποίησα
καλώδια Nirvana S-X Ltd, χωρίς πάντως να αξιοποιήσω το πλεονέκτημα
του πολύ μικρού μήκους που εξασφαλίζει η τοποθέτηση του τελικού στην
βάση. Μπορούμε, πάντως, να υποθέσουμε ότι το μικρό μήκος μόνο σε
καλύτερη απόδοση μπορεί να οδηγήσει. Το πρώτο πράγμα που
παρατηρεί κανείς στην περίπτωση του συνδυασμού L-707/L-301 είναι
η απόλυτη διαύγεια του: Το πρόγραμμα αποδίδεται
αβίαστα, αχρωμάτιστα και χωρίς συμπίεση ακόμη και σε υψηλές στάθμες,
κάτι που θα πρέπει να θεωρηθεί επίτευγμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι
έχουμε να κάνουμε με ένα σχετικά μικρό σε όγκο, δίδρομο ηχείο. Η
συμπεριφορά αυτή “κρύβει” ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα: Το ηχείο
του Lipinski είναι εξόχως αποκαλυπτικό της δυναμικής
περιοχής του προγράμματος. Αποκαλυπτικό με την έννοια ότι
μπορεί να φέρει εις πέρας ακόμη και τα δυσκολότερα περάσματα χωρίς
την παραμικρή δυσκολία ή παραμόρφωση, να σε μεταφέρει από τον ψίθυρο
στην έκρηξη χωρίς να αντιληφθείς την παραμικρή συμπίεση, χωρίς να
νοιώσεις τον ελάχιστο δισταγμό. Αυτό σημαίνει, πολύ απλά, ότι το
ηχείο θα αναδείξει πανηγυρικά τις καλές παραγωγές και
θα θάψει χωρίς οίκτο κάθε τι υπερ-συμπιεσμένο
ή ελλιπές. Αν πέσεις σε τέτοιου είδους πρόγραμμα τότε την έχεις
άσχημα: Ο ήχος είναι πράγματι κουραστικός ή/και δυσάρεστος αλλά δεν
φταίει το ηχείο που καταφεύγεις, αργά ή γρήγορα, στο ρυθμιστικό της
στάθμης... |
|
|
Το L-707 χρησιμοποιεί ακροδέκτες πολύ
καλής ποιότητας και επιτρέπει την διπλοκαλωδίωση. |
Οι τέσσερις ακροδέκτες του L-301 μπορούν
να χρησιμοποιηθούν τόσο σε διπλοκαλωδίωση όσο και για την
γεφύρωση του τελικού σταδίου. | |
Συνήθως, η
πρώτη εντύπωση είναι και η ισχυρότερη, η καθοριστική για τον
χαρακτήρα του ηχείου, η βάση της ταυτότητάς του. Το L-707 είναι
η εξαίρεση στον κανόνα. Μπορεί οι μεγάλες
δυνατότητές του σε δυναμικά και η καθαρότητά του να ξαφνιάζουν
ευχάριστα αλλά το κλειδί είναι αλλού: Το ηχείο έχει εξαιρετική
στερεοφωνική εικόνα και όταν λέω “εξαιρετική” εννοώ πραγματικά
εξαιρετική, ξεπερνώντας κάθε άλλο ηχείο που έχω ακούσει
μέχρι σήμερα (ανεξαρτήτως τιμής) σε θέματα περιγραφής,
διαστάσεων και σταθερότητας! Αργείς να το αντιληφθείς γιατί αρχικώς
δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς συμβαίνει: Με το ηχείο
στο σωστό ύψος (αισθητικώς ίσως δεν συμφωνείτε, αλλά η τεχνολογία
έχει τις δικές της επιταγές) βρίσκεσαι απέναντι από μια εκπληκτική
τρισδιάστατη εικόνα η οποία καταφέρνει να συνδυάσει την εγγύτητα
(κάθεσαι πάντα “στις πρώτες θέσεις”) με το τεράστιο βάθος. Η αλήθεια
είναι ότι υπάρχουν πολλά ηχεία με δυνατότητα να δημιουργήσουν μεγάλο
βάθος (δεδομένης της κατάλληλης ηχογράφησης) το L-707 όμως έχει την
δυνατότητα να εστιάσει με χαρακτηριστική άνεση μεμονωμένες πηγές ή
ομάδες πηγών σε όλο το μήκος του άξονα αυτού
δημιουργώντας μια προοπτική που είναι πραγματικά κορυφαία και σου
επιτρέπει να “δεις” από πολύ κοντά τα τεκταινόμενα επί της
υποθετικής σκηνής. Ανάλογη ανάλυση υπάρχει και στον οριζόντια άξονα,
φυσικά. Το ηχείο εξαφανίζεται πλήρως, υπό την προϋπόθεση ότι η μείξη
το επιτρέπει. Σε σχέση με το ATC SCM50, η εικόνα που πήρα ήταν
εφάμιλλη όσον αφορά το πλάτος και την ακρίβεια στον εστιασμό, αλλά
καλύτερη όσον αφορά το βάθος. Δεν αποκλείεται, εδώ,
να παίζει τον ρόλο ο όγκος των ηχείων και δυνατότητα να τοποθετηθεί
το L-707 αρκετά υψηλότερα. |
|
Balanced και
single ended είσοδος, με τον αντίστοιχο επιλογέα και
δυνατότητα ρύθμισης της
ευαισθησίας | |
|
Όσον αφορά την
ουδετερότητα: Είναι δεδομένο ότι ένα μόνιτορ θα είναι
ουδέτερο και το L-707 δεν αποτελεί, βεβαίως, εξαίρεση.
Ψηλά, ανεβαίνει μέχρι τα 40kHz (ο Lipinski έχει θετική στάση
απέναντι στο υλικό υψηλής ανάλυσης και το δείχνει στην πράξη...), η
μεσαία περιοχή είναι φροντισμένη χάρις στην επιλογή της
αρχιτεκτονικής D'Appolito και στην χαμηλή συχνότητα cross και όσον
αφορά τις χαμηλές συχνότητες έχει γίνει μια επιλογή με βάση την
ταχύτητα και ακρίβεια και όχι την έκταση. Έχοντας “ματσάρει”
τα ηχεία του ζεύγους στο 0.25 του dB, ο σχεδιαστής, εμμέσως,
αποδέχεται ότι το αυτί μπορεί να αντιληφθεί τόσο μικρές διαφορές.
Προς τιμήν του, περιλαμβάνει την ανοχή αυτή και στην απόκριση του
ηχείου την οποία δίνει και με αποκλίσεις +/-1dB (οπότε το εύρος
είναι 56Hz-20kHz). Τα αναφέρω όλα αυτά, επειδή είναι
αναμενόμενο το ότι το ηχείο δεν θα βρυχάται χαμηλά. Ο όγκος
του είναι παραπάνω από επαρκής και οι δυνατότητες περιγραφής που
προσφέρει ιδιαίτερα καλές, γίνονται δε κορυφαίες -για τον όγκο και
το είδος της καμπίνας- αν μπει μέσα στο παιχνίδι και ο χώρος (και ο
ισοσταθμιστής Copland DRC-205...). Τόσο στο show όσο και κατά την
διάρκεια της δοκιμής το L-707 ανταποκρίθηκε
αδιαμαρτύρητα στις διορθώσεις που επέβαλε ο ψηφιακός
ισοσταθμιστής είτε δουλεύοντας full range είτε μέσω του φίλτρου του
ενισχυτή του. Επί του προκειμένου, αξίζει να αναφέρω το εξής: Στο
Athens High End Show το ηχείο έπαιξε με τον ενισχυτή του ρυθμισμένο
να “κόβει” πολύ χαμηλά, επιλογή που στον συγκεκριμένο χώρο μου
φάνηκε καλύτερη (μέσα από ακουστικές δοκιμές). Ο ψηφιακός
ισοσταθμιστής προσπαθεί να βελτιώσει την απόδοση ακόμη και σε πολύ
χαμηλές συχνότητες και στόχος της επιλογής ήταν να μην φτάσουν αυτές
οι διορθώσεις στο ηχείο (το οποίο θέλαμε, έκθεση γαρ, να παίζει
ταυτοχρόνως και καλά, και εντυπωσιακά και δυνατά). Η τελική ρύθμιση
έγινε με το χέρι (και το αυτί) χρησιμοποιώντας το λογισμικό της
Copland. Στην δοκιμή φυσικά ακολουθήθηκε και η άλλη οδός: Το ηχείο
έπαιξε ελεύθερο χαμηλά με τον DRC-205 να προσπαθεί να διορθώσει την
χαμηλότερη οκτάβα. Το αποτέλεσμα ήταν πέραν κάθε προσδοκίας θετικό:
Μικρό ξε-μικρό το L-707 θα ακουστεί στις χαμηλές
συχνότητες και δεν θα σας λείψει το rythm section. Από την
άλλη, ανάλογα με το τι ακούτε, κάποια πράγματα θα σας
λείψουν: Ακραίοι συνθετικοί ήχοι, ο όγκος των πολύ μεγάλων
κρουστών και του κοντραμπάσου, οι κατώτατες νότες του πιάνου και
κάποια πεντάλ του εκκλησιαστικού οργάνου, όλα αυτά περιγράφονται
σωστά αλλά χωρίς τον επιβλητικό και καλά ελεγχόμενο όγκο που έχω
συνηθίσει να παίρνω είτε μέσα από το 50άρι της ATC είτε από το
ανοικονόμητο παθητικό sub της Audio Spectrum. Αυτό ο Lipinski το
γνωρίζει, φυσικά, γιαυτό και προσφέρει όχι ένα αλλά δύο υπογούφερ
(το ένα flat μέχρι τα 31Hz, το άλλο μέχρι τα 23Hz). Και τα δύο είναι
κλειστού τύπου και αν είναι ανάλογης ποιότητας με το L-707 τότε το
αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι εντυπωσιακό. Όσον αφορά την μεσαία
και την ανώτερη περιοχή, τώρα, το ηχείο είναι πραγματικά
παραδειγματικό: Χωρίς να χρησιμοποιεί εξωτικές μονάδες, καταφέρνει
να επιτύχει μια πολύ καλή ουδετερότητα και παράλληλα να διαθέτει
εξαιρετικές δυνατότητες περιγραφής: Ο εστιασμός των
φωνών, η άρθρωση του κάθε τραγουδιστή και η σκηνική παρουσία της
χορωδίας σου επιτρέπουν να παρακολουθήσεις κάθε μελωδική
γραμμή ξεχωριστά, τα έγχορδα είναι όσο σκληρά πρέπει (δεν υπάρχει η
παραμικρή αίσθηση χαρακτήρα) και το δέσιμο με τις ανώτερες χαμηλές
ακριβώς αυτό που πρέπει. Οι υψηλές συχνότητες, αρχικώς,
δημιουργούν την εντύπωση του κλινικού, αλλά σύντομα
ανακαλύπτεις ότι απλώς τους λείπουν οι χρωματισμοί, ενώ η ταχύτητα
και αρμονικός πλούτος είναι παρόντα. Οι ανώτερες νότες του πιάνου
απλώς ρέουν, το βιμπράφωνο σβήνει εξαιρετικά και τα υπόλοιπα όργανα
με σημαντικό περιεχόμενο σε υψηλές συχνότητες (κρουστά, μικρά
μεταλλικά πνευστά κ.λπ) αναπαράγονται ξεκούραστα και
ασυμπίεστα. |
|
|
Ο ενισχυτής διαθέτει και εξόδους στις
οποίες μπορεί να εφαρμοστεί και φίλτρο αποκοπής χαμηλών, για
την περίπτωση που χρησιμοποιήται υπογούφερ. |
Ο χρήστης μπορεί να επιλέξει mode για
αυτόματη ενεργοποίηση μόλις εμφανιστεί σήμα στην είσοδο καθώς
και floating mode ώστε να μην δημιουργούνται
βρόχοι. | |
Άφησα για το
τέλος την συμπεριφορά των ενισχυτών L-301: Είναι, βεβαίως,
σχεδιασμένοι για να υποστηρίξουν τις μεγάλες δυνατότητες δυναμικών
του ηχείου και φέρουν την αποστολή τους εις πέρας με μεγάλη
επιτυχία, προσφέροντας παράλληλα όλες τις απαραίτητες
δυνατότητες ώστε να δημιουργηθεί ένα πλήρες σύστημα και μάλιστα με
προσεγμένη αισθητική (κάτι που στον χώρο του επαγγελματικού audio
δεν πολυσυνηθίζεται). Η ισχύς τους είναι επαρκέστατη, ακόμη και για
μεγάλους χώρους και ο θόρυβός τους πολύ χαμηλός.
Από την άλλη, το ηχείο τα πήγε μια χαρά και με τον Parasound και δεν
μπόρεσα να ανιχνεύσω σημαντικές διαφορές στον τρόπο που οδηγήθηκαν
τα ηχεία στις δύο περιπτώσεις, γεγονός που επιβεβαιώνει αυτό που
δείχνουν και τα τυπικά τεχνικά χαρακτηριστικά του L-707: Ότι,
δηλαδή, δεν είναι ένα δύσκολο ηχείο που χρειάζεται
οπωσδήποτε τον δικό του ενισχυτή. Βεβαίως, οι πολύ υψηλές επιδόσεις
σε θέματα δυναμικών, η διαύγεια και τα περιθώρια βελτίωσης που
υπάρχουν (στο κατώτερο όριο) μέσω ψηφιακής ισοστάθμισης “ζητούν”
έναν καλό ενισχυτή και δεν θα πρέπει να γίνουν
παραχωρήσεις. Αν, κάποιος, έχει ήδη έναν καλό τελικό,
μπορεί να τον χρησιμοποιήσει. Αν όχι, η πρόταση των L-301 είναι μια
βελτιστοποιημένη πρόταση (και περισσότερο λειτουργική) και θα
πρέπει, ίσως, να προτιμηθεί. |
|
Ο Lipinski έχει δώσει σημασία και στην αισθητική
(πράγμα ασυνήθιστο για προϊόν το οποίο γεννήθηκε στον χώρο του
pro audio). Το χρώμα της πρόσοψης του ενισχυτή μπορεί να
αλλάξει μέσω ενός διακόπτη DIP στην πίσω
πλευρά. | |
Τελικώς... ... η απάντηση στο μη διατυπωθέν ερώτημα “αληθεύουν οι φήμες
για τα Lipinski;” είναι “ναι”. Πρόκειται για ένα
πραγματικά κορυφαίο μόνιτορ, σχεδιασμένο με μυαλό
και συγκεκριμένη στρατηγική, το οποίο προσφέρει εξαιρετική
στερεοφωνική εικόνα, μεγάλες δυνατότητες απόδοσης δυναμικών
και “εργαστηριακή” ουδετερότητα αποτελώντας, παράλληλα, την βάση για
ένα συγκεκριμένο concept το οποίο συμπληρώνεται με τις ειδικές
βάσεις, τους μονομπλόκ τελικούς και με το κατάλληλο sub. Ακούστε το
οπωσδήποτε γιατί θέτει, σαφώς, ένα επίπεδο αναφοράς στο
είδος του. |
Δημήτρης
Σταματάκος |
|
| |
|