|
REVIEW |
Krell Standard SACD
player |
ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ...► |
|
|
|
Χρήση-Ακουστικές Εντυπώσεις... |
Οι ακροάσεις
του Standard ξεκίνησαν περί τις αρχές του Αυγούστου. Λίγο η
τάξη Α, λίγο οι σταθεροποιητές που δουλεύουν μάλλον με υψηλά
ρεύματα, η συσκευή σε φυσιολογικό ρυθμό λειτουργίας
θερμαίνεται αρκετά (όχι βέβαια ως ενισχυτής) ένα γεγονός που
πιθανότατα υποδηλώνει ότι το player καλό θα είναι να παραμένει
"ζεστό". Αλλωστε, στην θέση αναμονής, κάποια τμήματα της
συσκευής τροφοδοτούνται συνεχώς. To player συνδέθηκε τόσο μέσω
της balanced στερεοφωνικής εξόδου όσο και μέσω της πολυκαναλικής,
ενώ χρησιμοποιήθηκαν και οι ψηφιακές έξοδοι κατά τις ακροάσεις
δίσκων όλων των ειδών. Αυτονόητο είναι ότι το ακούσαμε τόσο σε
στερεοφωνική όσο και σε πολυκαναλική λειτουργία. Από πλευράς
ευχρησίας, τα πράγματα είναι μάλλον απλά καθώς δεν υπάρχουν
ρυθμίσεις για τα έξι κανάλια και αν απαιτείται δρομολόγηση του
καναλιού του υπογούφερ διαφορετική της τυπικής, αυτή θα πρέπει να
γίνει μέσω του ενισχυτή. Κάτι που είναι χαρακτηριστικό με το
Standard είναι ο θόρυβος του transport του. Στην δική μας
περίπτωση, τουλάχιστον, αυτό ήταν αρκετά θορυβώδες τόσο κατά την
αρχική ανάγνωση/αναγνώριση των δίσκων όσο και εν συνεχεία κατά την
κανονική λειτουργία. Ενα δεύτερο σημείο επίσης όπου μπορεί να
γίνει κριτική σε θέματα εργονομίας είναι οι διακόπτες. Ιδιοι
σε μέγεθος χωρίς φωτεινές ενδείξεις και με απόλυτη συμμετρία
τοποθετημένοι στην πρόσοψη είναι σχεδόν αόρατοι και σε αναγκάζουν να
ψάξεις να βρείς το "play". Κανένας από τους επισκέπτες του
χώρου ακροάσεων δεν μπόρεσε να χειριστεί "με την πρώτη" το Standard
από την πρόσοψη και για να είμαι ειλικρινής ενάμιση μήνα συνεχούς
χρήσης μετά, προτιμώ το τηλεχειριστήριο. Ολα αυτά βεβαίως περνούν
σε δεύτερο πλάνο -αν όχι στην ανυπαρξία- όταν το Krell αρχίσει να
κάνει αυτό που υποτείθεται ότι πρέπει να κάνει, δηλαδή να
διαβάζει δίσκους. Ξεκινήσαμε τις ακροάσεις συντηρητικά, δηλαδή
με απλά cd και η ιδέα αποδείχθηκε αποκαλυπτική. Το Standard
έχει αυτό το "κάτι" που κάνει μία ψηφιακή πηγή καλή και την
διαχωρίζει από την μάζα των -έστω- καλών players. Κύριο
γνώρισμα του ο αέρας στην ηχητική σκηνή και οι πολύ καλές και
ξεκούραστες υψηλές συχνότητες που σε προκαλούν να ακούσεις
περισσότερη ώρα αντί να σε κάνουν να αλλάζεις κάθε τόσο θέση ή να
περνάς βιαστικά στο επόμενο κομμάτι. Ο πρώτος δίσκος που
ακούσαμε ήταν το "Heroes Symphony" (Philip Glass)
ένα ογκώδες και επιβλητικό αλλά παράλληλα ρυθμικό έργο (το
Abdulmajid). Το Standard επέδειξε εδώ μία πολύ καλή ικανότητα
στο να ισορροπεί τον όγκο με τον ρυθμό και την εικόνα της μεγάλης
ορχήστρας χωρίς να βαραίνει χαμηλά. Παράλληλα σε δίσκους με
λιγότερα όργανα, περισσότερο αέρα και πιο μεγάλες δυναμικές
αντιθέσεις από αυτές που επιφυλάσσει η μίνιμαλ σκηνή το player
αποδείχθηκε ικανότατο στο να προβάλει τα συναισθήματα μάλλον παρά
μία τεχνοκρατική άποψη περί ψηφιακού ήχου. Το πολύ καλό track
13 (Mystery Man) από το "Selected Recordings" του
Terje Rypdal (ECM :rarum) καθώς και το track 12
(The truth will always be) από το "Secret Story" του Pat
Metheny είναι δύο καλά παραδείγματα για το πώς η μουσική
μπορεί να συγκινήσει μέχρι δακρύων αλλά και για τον ρόλο που μπορεί
να παίξει μία καλή πηγή στην όλη ιστορία. Το Standard αντέχει
και για να είμαστε ειλικρινείς χειρίζεται πολύ σωστά ακόμη και
παλαιότερες παραγωγές όπου η ψηφιακή μεταφορά έχει γίνει στην
καλύτερη περίπτωση απλώς διαδικαστικά χωρίς τον σεβασμό που έδειξε,
για παράδειγμα, ο Eicher στο :rarum κάνοντας το remastering στα
24/96. Ακούγοντας το Timewind του Klaus Schulze,
έναν δίσκο του '80 παρά κάτι αν δεν κάνω λάθος, που έχει
μεταφερθεί ως AAD σε CD (μπρρρρ) και είναι βεβαίως πολύ καλύτερος σε
έκδοση LP, αποκομίζεις ότι μπορείς να αποκομίσεις από μία σκληρή
ψηφιακή μεταφορά (μαζί βεβαίως και τον θόρυβο των ταινιών) αλλά,
άγνωστο πώς το καταφέρνει, η πηγή αναδεικνύει μία ισορροπία που σε
ένα απλό ψηφιακό σύστημα δείχνει να έχει χαθεί. Οι ακροάσεις
δίσκων dsd ξεκίνησαν με το "The Dark Side of the Moon"
σε στερεοφωνική μείξη. Εδώ βεβαίως το Standard από
ένα πολύ καλό cd player μετατράπηκε σε μία εντελώς διαφορετική πηγή,
ικανή να παρέχει όλη την λεπτομέρεια και το εκτεταμμένο φάσμα της
κάθε ηχογράφησης. Η λεπτομέρειες του συγκεκριμένου δίσκου που
ούτως ή άλλως είναι περισσότερο εμφανείς σε αυτή την έκδοση,
αναδεικνύονται ακόμη καλύτερα σε σχέση με ένα τυπικό SACD
player το χαμηλό είναι πραγματικά στο κατώτερο δυνατό όριο ενώ
παράλληλα -και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο- είναι σαφής η
αποκάλυψη των ορίων του δίσκου (μία κορυφαία δουλειά βεβαίως -αλλά
μία δουλειά του 1973). Το player της Krell δείχνει τον
καλύτερο εαυτό του σε νεώτερες παραγωγές dsd όπως το
"Improvised Forms for Trio" του Enrico Pieranunzi
(Challenge) και το "Good Stuff" του Eric Bibb (Opus
3) . Πέρα από το σώμα του μπάσου (που υποπτεύομαι ότι το
τονίζουν κατά τι επίτηδες για λόγους εντυπωσιασμού) δεν μπορείς να
μην γοητευτείς όχι τόσο από την ακρίβεια που θα πρέπει να είναι
δεδομένη σε ψηφιακές ηχογραφήσεις 24bit και έκτασης πολύ μεγαλύτερης
των 20kHz όσο με την διαφάνεια και την άνεση που αποπνέουν οι δίσκοι
στο σύνολό τους. Το Standard ανήκει στην ολιγομελή (προς το
παρόν) ομάδα SACD players που είναι σε θέση να αναδείξουν όλα εκείνα
τα χαρακτηριστικά του dsd που το κάνουν μία διαφορετική μέθοδο
ψηφιοποίησης/αποθήκευσης και όχι "ενα καλύτερο cd" κάτι που το
καταλαβαίνεις αμέσως. Τα πόπ ακούσματα από το καλό sampler με
τον πολύ κακό τίτλο "Best of Super Audio CD"
επιβεβαιώνουν τα παραπάνω καθώς οι στάθμες στις οποίες
μπορείς να τα ανεχθείς είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες του cd
layer και αυτό είναι ένα εύκολο και ενδιαφέρον πείραμα.
Διαλέξτε κομμάτια με χειροκροτήματα (που όχι τυχαία δεν είναι λίγα),
όπως το Mambo No.5 (Lou Bega) ή το Am Fenster (City, αυτό κάντε ότι
το ακούτε για πρώτη φορά αν θέλετε να μην μάθουν οι άλλοι ότι είστε
κοντά ή πάνω από τα 40...) . Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε
ξεχωριστά στα συμφωνικά έργα ή ακόμη και σε έργα για μικρότερες
ορχήστρες. Εδώ, το SACD μάλλον έχει πυροδοτήσει μία νέα εποχή
παραγωγών κάποιες από τις οποίες είναι πραγματικά άκρως
ενδιαφέρουσες από τεχνικής πλευράς, δηλαδή από την άποψη της εικόνας
και της τονικής ισορροπίας. Αν και κάποιοι δίσκοι είναι
αναπόφευκτα υπερβολικοί (ειδικά στις multichannel μείξεις τους) κάτι
που το Standard αναδεικνύει χωρίς οίκτο, οφείλουμε να πούμε,
υπάρχουν πραγματικά στιγμές που "είσαι" εκεί. Στα έργα των
Bach, Mendelssohn,, Reger και Rheinberger για εκκλησιαστικό όργανο
στον δίσκο "Τoccata" της Pentatone για παράδειγμα η
αίσθηση του χώρου και ο παλμός του οργάνου ήταν από τους καλύτερους
που έχουμε ακούσει καθώς σχεδόν βλέπεις τους αυλούς και την κίνηση
της μουσικής. Στην πέμπτη συμφωνία του Mahler
(Netherlands Philharmonic/Hartmut Haenchen, Pentatone Classics)
με τις συνεχείς εναλλαγές στην δυναμική (ακούστε μία σειρά
από τέτοιες ενδιαφέρουσες αντιθέσεις στο πρώτο track (Τrauermarsch)
η εικόνα και η σαφήνεια στις θέσεις των οργανικών ομάδων καθώς και ο
αέρας ήταν εξαιρετικός. Βεβαίως, ο δίσκος διαθέτει σημαντικά
εντονότερο πεδίο αντήχησης από ότι στην πραγματικότητα υπάρχει στις
μεσαίες θέσεις του Concertgebouw στο Αμστερνταμ αλλά και μόνο το
γεγονός ότι το στοιχείο αυτό υπάρχει, αναπαράγεται και μπορεί να
κριθεί είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για τις επιδόσεις μίας
πηγής. Ποιά είναι η εντύπωσή μας από την λειτουργία του
Standard σε ρυθμό multichannel; Στην πραγματικότητα η εμπειρία μας
έδειξε ότι οι επιδόσεις μία συσκευής σε πολλά κανάλια δεν μπορεί να
διαφοροποιηθούν σημαντικά σε σχέση με τις επιδόσεις της σε
stereo. Αντίθετα, η μείξη 5.1 πολύ συχνά καλύπτει αδυναμίες
παρά τις αναδεικνύει. Ετσι, η πολύ καλή συμπεριφορά ψηλά, η
άρτια περιγραφή των λεπτομερειών και η εξαιρετική ικανότητα στην
μεταφορά του συναισθήματος της μουσικής διατηρήθηκε, με το πρόσθετο
πλεονέκτημα μίας περισσότερο σύνθετης σκηνής. Καλές δουλειές
όπως το "The Dark Side of the Moon" ή τα έργα των
Tchaikovsky, Saint Saens και Βruch για cello (Pieter
Wispelwey/Channel Classics) αποδίδονται σωστά και με
ομοιογένεια. Το θέμα της αισθητικής της κάθε μείξης μπορεί να
σηκώνει πολύ συζήτηση κάθε φορά αλλά φυσικά δεν αποτελεί ευθύνη της
πηγής να ερμηνεύσει τα εσώψυχα του κάθε μηχανικού/παραγωγού.
Συμβουλή μας θα ήταν να ακούτε κατ' αρχήν το κάθε SACD player σε
καλές στερεοφωνικές μείξεις. Για το τέλος άφησα το παιχνίδι με
τα φίλτρα. Τα μεταβλητής αποκοπής ψηφιακά φίλτρα δεν είναι
βεβαίως κάτι που το συναντάμε για πρώτη φορά με το Standard (αν δεν
με απατά η μνήμη, υπήρχε η δυνατότητα επιλογής και στο πρώτο player
της Sony, το SCD-1) Ωστόσο, η χρήση τους και κυρίως η
αξιολόγηση τους (το ποιό δηλαδή θα χρησιμοποιηθεί και πότε) είναι
μια δύσκολη και ταυτόχρονα διδακτική υπόθεση. Χωρίς
περισσότερες λεπτομέρειες, θα πρότεινα να ακούσετε το Standard με
SACD και να συγκρίνετε τα φίλτρα 1 και 4. Αυτό και μόνο,
μπορεί να ανοίξει μία συζήτηση μηνών... |
Τελικώς... |
Τελικώς, το Standard της
Krell αποδεικνύεται μία ευχάριστη έκπληξη. Διατηρώντας μία
λογική, αν αναλογιστεί κανείς το brand name και τις επιπτώσεις του
στην ποιότητα, τιμή και παράλληλα προσφέρει ό,τι θα περίμενε κανείς
από μία κορυφαία ψηφιακή πηγή high resolution: Ακρίβεια, σεβασμό
στις λεπτομέρειες, μεταφορά του συναισθήματος της σύνθεσης.
Ακούστε το οπωσδήποτε γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, καθορίζει τον ήχο
στην περιοχή των 5.000 ευρώ.
δ.σ. |
|
|
|
|
| |
|